-
1 πεμπτη
ἥ1) (sc. ἡμέρα) пятый день Hes. -
2 Πέμπτη
-
3 Πέμπτη
[пэмпти] ουσ θ Четверг. -
4 γεννα
ἥ(Eur. тж. ᾱ)
1) род, происхождение(γέννᾳ μεγαλύνεσθαι Aesch.)
2) род, племя(οὐρανία Aesch.)
ἀρσένων γ. Eur. — мужской пол3) поколение(πέμπτη ἀπ΄ αὐτοῦ γ. Aesch.)
4) отпрыск, порождение, потомство(Ἡρακλέος Pind.)
-
5 πεμπτημοριον
-
6 φυλακη
ἥ1) охрана, стража, караулφυλακὰς ἔχειν Hom. или κατέχειν Eur., φυλακέν ποιεῖν или φυλακέν φυλάττειν Xen. — нести охрану
2) страж, караульный, дозорныйφυλακὰς ποιεῖσθαι (καταστήσασθαι, κατασκευάσασθαι или καθιστάναι) Xen. — расставлять часовых (караулы);3) несение охраны, патрулирование, дозор(τῆς χώρας и ὑπὲρ τῆς χώρας Plat.)
τὸν ἰσθμὸν ἐν φυλακῇ ἔχειν Her. — нести охрану перешейка4) гарнизонτὰ φρούρια καὴ ἥ φ. Xen. — (пограничные) укрепления и их гарнизон;
ἥ διαδοχέ τῇ πρόσθεν φυλακῇ Xen. — смена прежнего гарнизона5) ночная смена ( ночная стража делилась на 3-5 смен)πέμπτη φ. Eur. — пятая смена;
ἀμφὴ τέν τελευταίαν φυλακήν Xen. — к последней смене;ἐωθινέ φ. Plut. — утренняя смена6) оберегание, защита, оплот(δημοκρατίας Lys.)
7) наблюдение, надзор, тж. предосторожность, бдительность(ἥ φ. καὴ ἥ πρόνοια τοῦ μέ ποιεῖσθαί τι Plut.)
φυλακέν ἔχειν μήτ΄ ἐκπλεῖν μηδένα μήτ΄ ἐσπλεῖν Thuc. — иметь наблюдение за тем, чтобы никто не выходил из порта и не входил (в него);φυλακέν ποιεῖσθαι περί τινα Her. — бдительно оберегать кого-л., но πρός τινα Xen. держаться начеку в отношении кого-л.;φυλακέν ἔχω, εἴ κως δυναίμην διακλέψαι σε Her. — я принимаю меры, чтобы как-либо оградить тебя (от опасности);ἐν φυλακῇσι εἶναι Her. — быть настороже8) безопасность(φυλακήν τινι παρέχειν Isocr.)
9) тюрьма, заключение, заточение(ἐν φυλακῇ ἔχειν τινά Her.; εἰς φυλακέν ἀπάγειν Plut.)
-
7 Πέφτη
η см. Πέμπτη
См. также в других словарях:
Πέμπτη — η η πέμπτη μέρα της εβδομάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεμπτῇ — πεμπτός sent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπτή — πεμπτός sent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτη — πέμπτος fifth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτῃ — πέμπτος fifth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτηι — πέμπτῃ , πέμπτος fifth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek
Calendrier Attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes sous l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été … Wikipédia en Français
Calendrier attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes dans l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été … Wikipédia en Français
Calendario ático — El calendario ático, en vigor en Atenas en la Antigüedad clásica, es el más conocido de los calendarios griegos. Es de tipo lunisolar. Contenido 1 Los diferentes ciclos 2 Mes del calendario 3 Los días del mes … Wikipedia Español
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek