-
1 πέδῑλον
πέδῑλον, τό, die Sohle, die unter den Fuß gebunden ward, wenn man ausgehen wollte, bei Hom. u. Hes., bei welchen sowohl Götter als Menschen dergleichen tragen, stets im plur., gew. in der Vrbdg ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Il. 2, 44 u. sonst; die Sohlen der Götter besitzen die Schwungkraft, sie über Land u. Meer dahinzutragen, 24, 341 Od. 1, 91. 5, 57, ohne daß dabei an Flügelschuhe zu denken ist, vgl. Voß mytholog. Briefe I p. 113 ff.; παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον ἀμφὶ nοδί, Pind. P. 4, 95, der auch übtr. sagt Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, Ol. 3, 5, d. i. die Stimme in den dorischen Rhythmus, die dorische Harmonie fügen, in der das Lied einhergeht; πονανοῖς πεδίλοισι, Eur. El. 460; Ar. Av. 973. – In Prosa auch allgemeiner Schuh, Fußbekleidung, hoch hinausgehend. wie die Stiefel, πέδιλα εἰς γόνυ ἀνατείνοντα, Her. 7, 67, περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν, 6, 75, u. einzeln bei Sp. – Bei Xen. An. 3, 4, 35 eine Fußfessel, Schlinge, mit der die Füße der Pferde bei Nacht, wie Theocr. 25, 103 die Füße der Kühe beim Melken gebunden werden.
-
2 πεδιλον
τό [πούς] (преимущ. pl.)1) подвязная подошва, сандалия Hom., Pind., Hes., Eur.2) сапог, обувьἐς γόνυ ἀνατείνοντα πέδιλα Her. — сапоги, доходившие до колен
3) стихотворная стопа, размер(Δώριον Pind.)
-
3 πέδιλον
πέδῑλον (-ῳ, -ον, -οις.)a sandal παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (sc. τοῦ μονοκρήπιδος Ἰάσονος) P. 4.95 τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (cf. Proclum ap. Phot., Bibl., 321 Bekk., ὁ δαφνηφόρος ἰφικρατίδας τε ὑποδεδεμένος) Παρθ. 2. 70. met., ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. in this position O. 6.8b foot, rythmΔωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.5
-
4 πέδιλον
πέδῑλον, [dialect] Aeol. [full] πέδιλλον Choerob. in An.Ox.2.239: τό: ([etym.] πέδη):— mostly in pl.,A sandals,ἀμφὶ πόδεσσιν.. ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον Od.14.23
; ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ π. ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, of Hermes, Il.24.340 ; of Athena, Od. 1.96 ; πτερόεντα π. Hes.Sc. 220 ; (lyr.).II any covering for the feet, shoes or boots,π. ἐς γόνυ ἀνατείνοντα Hdt.7.67
; περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας π. νεβρῶν ib.75, cf. Pi.P.4.95, Plu.Thes.3 ; ἱμάτιον καθαρὸν καὶ καινὰ π. Ar.Av. 973.III metaph., Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι π., i.e. to write in Doric rhythm (cf. πούς), Pi. O.3.5 ; also ἐν τούτῳ π. πόδ' ἔχειν to have one's foot in this shoe, i.e. to be in this condition or fortune, ib.6.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέδιλον
-
5 πέδῖλον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πέδῖλον
-
6 πέδῑλον
πέδῑλον, τό, die Sohle, die unter den Fuß gebunden ward, wenn man ausgehen wollte; sowohl Götter als Menschen dergleichen tragen; die Sohlen der Götter besitzen die Schwungkraft, sie über Land u. Meer dahinzutragen, ohne daß dabei an Flügelschuhe zu denken ist; Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, die Stimme in den dorischen Rhythmus, die dorische Harmonie fügen, in der das Lied einhergeht; allgemeiner: Schuh, Fußbekleidung, hoch hinausgehend. wie die Stiefel; Fußfessel, Schlinge, mit der die Füße der Pferde bei Nacht, die Füße der Kühe beim Melken gebunden werden -
7 πέδιλον
πέδῑλον, πέδιλονsandals: neut nom /voc /acc sg -
8 πέδιλον
-ου τό N 2 0-0-1-0-1=2 Hab 3,5; Od 4,5Cf. BOUSFIELD 1929-30, 397-399; WALTERS 1973, 134-135; ZIEGLER 1943=1971 113-115 -
9 προ-χοή
προ-χοή, ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes; ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῠ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καϑ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ ϑαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.
-
10 ἐν-ίσχω
ἐν-ίσχω, = ἐνέχω, festhalten; pass., stecken bleiben, τὸ πλοῖον οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν ἀλλ' ἐνίσχεσϑαι Her. 4, 43; Sp., z. B. πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν Ap. Rh. 1, 11; von der Rede, Plut. Cic. 35. Auch Xen. An. 7, 4, 17 hat Krüger ἐνισχομένων τῶν πελτῶν ἐν τοῖς σταυροῖς für ἐνεχομένων geschrieben.
-
11 καλοπεδιλον
-
12 πεδίλοις
πεδί̱λοις, πέδιλονsandals: neut dat pl -
13 πεδίλου
πεδί̱λου, πέδιλονsandals: neut gen sg -
14 πεδίλω
-
15 πεδίλῳ
-
16 πεδίλων
πεδί̱λων, πέδιλονsandals: neut gen pl -
17 πέδιλ'
πέδῑλα, πέδιλονsandals: neut nom /voc /acc pl -
18 πέδιλα
πέδῑλα, πέδιλονsandals: neut nom /voc /acc pl -
19 ἀρίγνωτος
1 easily known, plain to seeἀρίγνωτον πέδιλον P. 4.95
-
20 μονοκρήπις
1 with one sandal τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (sc. Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί) P. 4.75
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πέδιλον — πέδῑλον , πέδιλον sandals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фрагмипедиум — ? Фрагмипедиум … Википедия
TZANCAE — sive ZANCAE, genus calceamentorum, quibus Imperatores Graeci usi sunt; Campagi Latinis, cultu, pretiô, coloreque ab aliorum distincti. Habebant ad latus, secundum suras et in tatsis, aquilas ex lapillis et margaritis, iisque usi sunt Imperatores… … Hofmann J. Lexicon universale
αδαμαντοπέδιλος — ἀδαμαντοπέδιλος, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε αδαμάντινη, σε ατσαλένια (δηλαδή σταθερή) βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πέδιλον] … Dictionary of Greek
ευπέδιλος — εὐπέδιλος, ον (Α) (ποιητ. επίθ. τής Ίριδος) αυτός που έχει ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέδιλον] … Dictionary of Greek
ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) … Dictionary of Greek
καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] … Dictionary of Greek
καλοπέδιλα — καλοπέδιλα, τὰ (Α) ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια τής αγελάδας κατά την ώρα τού αρμέγματος, για να μένει ακίνητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. τού πέδιλον, τὸ] … Dictionary of Greek
καταπεδιλώ — καταπεδιλῶ, όω (Μ) καλύπτω, περιβάλλω με πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδιλῶ (< πέδιλον), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
μελαμπέδιλος — μελαμπέδιλος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρα σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδιλον (πρβλ. καλλο πέδιλος, χρυσο πέδιλος)] … Dictionary of Greek
μονοπέδιλος — η, ο (Α μονοπέδιλος, ον) αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέδιλον] … Dictionary of Greek