-
1 παμπολυς
παμπόλλη, πάμπολυ (compar. παμπλείων)1) чрезвычайно многочисленный, огромный(πλῆθος Plat.; στράτευμα Xen.)
2) необычайный, чрезвычайный(τύχη Plat.)
π. γέλως Arph. — неудержимый смех3) разнообразнейший или обильнейший(βοσκήματα Plat.)
-
2 πάμπολυς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πάμπολυς
-
3 πάμπολυς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πάμπολυς
-
4 πάμπολυς
весьма большой, чрезвычайно многочисленный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πάμπολυς
-
5 παμπλειων
-
6 παμπολλος
-
7 3827
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3827
См. также в других словарях:
πάμπολυς — παμπολύς masc nom sg (attic) παμπολύς masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμπολυς — πολλη, πολη (ΑΜ πάμπολυς, πόλλη, πολυ, Α θηλ. και πάμπολλος) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα ή το μέγεθος («πάμπολυ στράτευμα», Ξεν.) νεοελλ. (ιδίως στον πληθ.) πάμπολλοι, ες, α άπειροι στον αριθμό, απειράριθμοι, αναρίθμητοι αρχ. (το… … Dictionary of Greek
πάμπολυ — παμπολύς neut nom/voc/acc sg (attic) παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπολύ — παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπόλλων — παμπολύς fem gen pl παμπολύς masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμπολυν — παμπολύς masc acc sg (attic) παμπολύς masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπολλῶν — παμπολύς masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπολύν — παμπολύς masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπόλλαις — παμπολύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπόλλη — παμπολύς fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπόλλην — παμπολύς fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)