-
1 πύργος
[пиргос] ουσ. а. башня, замок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πύργος
-
2 вышка
вышкаж ὁ πύργος:парашютная \вышка ὁ πύργος τῶν ἀλεξιπτωτιστών' буровая \вышка ὁ πύργος τών (γεωλογικών) διατρήσεων· сторожевая \вышка ἡ σκοπιά παρατήρησης. -
3 башня
-
4 вышка
вышка ж о πύργος, η βίγλα буровая \вышка η γεωτρητική εγκατάσταση* * *жο πύργος, η βίγλαбурова́я вы́шка — η γεωτρητική εγκατάσταση
-
5 замок
-
6 ладья
-
7 телебашня
-
8 башня
башн||яж1. ὁ πύργος:Кремлевские \башняи οἱ πύργοι τοῦ Κρεμλίνου; водонапорная \башня ὁ γερανός ὕδρευσης; сторожевая \башня ἡ σκοπιά;2. воен., мор. ὁ πυργίσκος:броневая \башня ὁ θωρακοφόρος πυργίσκος, ὁ θωρακισμένος πύργος. -
9 башня
-и γεν. πλθ. -шен, δοτ. -шням θ.1. πύργος•кремлевские -и οι πύργοι του Κρεμλίνου.
2. πύργος πλοίου, τανκ κ.τ.τ. -
10 замок
замок 1-мка α.1. πύργος•средневековый -μεσαιωνικός πύργος.
2. παλ. φυλακή (κτίριο).замок 2-мка α.1. κλειδαριά, -ωνιά, κλείθρο•внутренний замок εσωτερική (χωνευτή) κλειδαριά•
висящий замок κρεμαστή κλειδαριά (λουκέτο).
2. κλείστρο όπλου.3. ξυλοδεσία.4. (αρχτ.) κλειδί θόλου.5. φερμουάρ, πόρπη, κουμπωτήρι.εκφρ.быть на -е ή под -ом – είμαι κλειδωμένος•держать под -ом – κρατώ κλειδωμένον (περιορισμέ νον)•за семью (ή десятью) -ами – διπλοκλειδωμένος (εξασφαλισμένος). -
11 башня
ο πύργος· водонапорная - ύδρευσης, ο υδατόπυργος- крана - του γερανού, η βάση του γερανού σε σχήμα πύργουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > башня
-
12 вышка
тех. о πύργοςпусковая - εκτόξευσης, η εξέδρα της εκτόξευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вышка
-
13 градирня
1. (устройство для получения соли) η αλυκή 2. (башенное устройство, применяемое для охлаждения горячей воды) о ψυκτικός πύργοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > градирня
-
14 диспетчерская
η αίθουσα ελέγχου, η αίθουσα διεκπεραίωσης, ав. о πύργος ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспетчерская
-
15 колонна
1. (высокий столб) о στύλος, η κολόνα, η κολώνα- βάσης2. арх. о κίων, ο κίονας 3. тех. о (βιομηχανικός) πύργος 4. (грузовая) мор. η στήλη του φορτίου/της μπίγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колонна
-
16 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
17 опора
το στήριγμα, το έρεισμα, η βάση, το έδρανοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опора
-
18 сушилка
το ξηραντήριοτο στεγνωτήριοο στεγνωτήρας, η ηλιάστραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сушилка
-
19 домик
домикм уменьш. τό σπιτάκι, ὁ οἰκί-σκος:охотничий \домик τό καλύβι τῶν κυνηγών ◊ карточный \домик ὁ χάρτινος πύργος. -
20 замок
зам||ок Iм ὁ πύργος, τό κάστρο· ◊ строить воздушные \замокки χτίζω χάρτινους πύργους, χτίζω πύργους στήν ἰσπανία.зам||ок IIм1. ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά:дверной \замок ἡ κλειδαριά τῆς πόρτας· висячий \замок τό λουκέτο· держать под \замокком κρατώ κλειδωμένο· запереть на \замок κλειδώνω·2. (оружия) ὁ ἐμπυρεύς· 3.:\замок свода архит. ὁ ἄντυξ· ◊ за семыо \замокками διπλοκλειδωμένος, κλειδομανταλωμένος.
См. также в других словарях:
Πύργος — tower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — tower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
Πύργος — Sp Pirgas Ap Πύργος/Pyrgos L Elidės nomo c., PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πύργος — ο 1. ψηλό οικοδόμημα, προορισμένο για άμυνα πόλης ή φρουρίου: Οι πύργοι των κάστρων. 2. πυργωτή κατοικία φεουδάρχη κατά το μεσαίωνα, αλλ. καστέλι. 3. κτίριο που ξεπερνά στο ύψος τα άλλα οικοδομήματα. 4. στο σκάκι, ένα από τα πιόνια που έχει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πύργος Διρού — Οικισμός (υψόμ. 200 μ.). Έδρα του ομώνυμου δήμου ης πρώην επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Πύργος Ιθώμης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Πύργος Κιερίου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… … Dictionary of Greek
Φοντενεμπλό, πύργος του- — Η καταγωγή του πύργου εκείνου που χαρακτηρίστηκε αληθινή βασιλική κατοικία (Ναπολέων) και η ετυμολογία της ονομασίας (μεσαιωνικό λατινικό Fons bleaudi, Fons bellae acquae) είναι ακόμα άγνωστες. Το αρχαιότερο χτίσμα που σώζεται ακόμα σήμερα, ένας… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκή Τέχνης – Πύργος Δροσίνη (Γουβών Εύβοιας) — Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στεγάζεται σ’ έναν εντυπωσιακό πέτρινο πύργο, ο οποίος χτίστηκε στις αρχές του 19ου αι. από τον Ιβραήμ Αγά και περιήλθε στην ιδιοκτησία του παππού του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Σήμερα, μετά το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως… … Dictionary of Greek