-
1 ποσ΄
ποσ΄in elisione = πόσα, πόσε и ποσί -
2 ποσακις
(ᾰ) adv.1) сколько раз Plat., Luc., NT.2) столько разοἱ π. πόσοι ἀριθμοί Arst. — числа, помноженные сами на себя, т.е. квадратные;
οἱ π. π. πόσοι (ἀριθμοί) Arst. — кубические числа -
3 δείχνω
(αόρ. έδειξα) 1. μετ.1) показывать, указывать;δείχνω τον δρόμο — показывать дорогу;
τό ρολόϊ δείχνει μεσημέρι — часы показывают полдень;
2) проявлять, обнаруживать, выказывать;έδειξε μεγάλο θάρρος он проявил большую смелость;δείχνω καλή διαγωγή — хорошо вести себя;
3) показывать; учить, обучать;του έδειξα να γράφει я его научил писать; 2. αμετ. 1) казаться; выглядеть (о человеке);δείχνει άρρωστος — он выглядит больным;
ο καιρός δείχνει βροχερός — кажется, будет дождь;
ο άρρωστος δε δείχνει, αν θα γίνη καλά — больной, похоже, не поправится;
§ δείξε μας την πλάτη σου! убирайся!;θά σού δείξω! я тебе покажу!; θα σού δείξω εγώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος я тебе покажу, где раки зимуют!, я тебе покажу кузькину мать!; όπερ εδει δείςαι что и требовалось доказать -
4 πόσο
[ν] επίρρ.1) сколько; почём (разг);πόσ θα βαστάξει η αρρώστια μου; — сколько будет продолжаться моя болезнь?;
πόσο κάνει; — сколько это стоит?;
πόσο πουλάς τίς ντομάτες; — почём продаёшь помидоры?;
2) насколько, как;δεν φαντάζεσαι πόσο σε αγαπώ — ты не представляешь, как я тебя люблю
-
5 σάκ(κ)ος
ο1) мешок; сумка;ταχυδρομικός σάκ(κ)ος — почтовая сумка;
2) мешок, содержимое мешка;3) церк, саккос; 4) пиджак; сюртук;§ θα σού δείξω πόσ' απίδια βάζει ο σάκ(κ)ος! — я тебе покажу, где раки зимуют!
-
6 σάκ(κ)ος
ο1) мешок; сумка;ταχυδρομικός σάκ(κ)ος — почтовая сумка;
2) мешок, содержимое мешка;3) церк, саккос; 4) пиджак; сюртук;§ θα σού δείξω πόσ' απίδια βάζει ο σάκ(κ)ος! — я тебе покажу, где раки зимуют!
См. также в других словарях:
πόσ' — πόσε , πόσε whither? indeclform (adverb) πόσι , πόσις 1 husband masc voc sg πόσι , πόσις 2 husband fem voc sg πόσα , πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc pl πόσε , πόσος of what quantity? masc voc sg πόσαι , πόσος of what quantity? fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… … Dictionary of Greek
League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… … Wikipedia
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
AGNOS vel AGNUS — AGNOS, vel AGNUS pars Demetriadis tribûs in Atricâ. Phrynichus, referente Stephano, ad Attalidem tribum refert; quam sententiam consirmat Inscr. XIII. Tribuum, cuius meminit Sponius. Sed, cum Attalis una fuerit ex recentioribus Tribubus, facile… … Hofmann J. Lexicon universale
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek
λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… … Dictionary of Greek
παραπάνω — και παραπάνου επίρρ. 1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι») β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι») 2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ όσο υπολόγιζε») 3. φρ. «με το παραπάνω» περισσότερο… … Dictionary of Greek
παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… … Dictionary of Greek
ποστός — ή, όν, Α αυτός που κατέχει ορισμένη θέση σε μια σειρά («τῇ ποστῇ ἡμέρᾳ». την τάδε, την ορισμένη μέρα τού μήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ποσ(σ)οστός (< πόσος, πρβλ. πολλοστός) με συλλαβική ανομοίωση (πρβλ. και πόστος)] … Dictionary of Greek