Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πόθοδος

См. также в других словарях:

  • πόθοδος — ἡ, Α (δωρ. τ.) πρόσοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ὁδός (πρβλ. κάθ οδος), με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …   Dictionary of Greek

  • πόθοδον — πόθοδος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • ποθόδιον — τὸ, Α [πόθοδος] (δωρ. τ.) προσόδιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»