-
1 πωλητής
-
2 πωλητης
- οῦ ὅ полет1) в Афинах, должностное лицо по сдаче на откуп государственных доходов Arst. и взысканию недоимок с метэков Dem.; полетов было десять, по одному от каждой филы2) в Эпидамне, должностное лицо, ежегодно командировавшееся в соседние страны для решения торговых вопросов Plut. -
3 πωλητής
πωλητήςseller: masc nom sg -
4 πωλητής
-
5 πωλητής
ο, πωλήτρια η продавец, -щица -
6 πωλητής
[политис] ουσ. а. продавец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πωλητής
-
7 πωλητής
[политис] ουσ α продавец. -
8 πωλητής
2 at Athens and elsewhere, officials who farmed out taxes and other revenues, sold confiscated property, and entered into contracts for public works, IG12.36.7, al., Antipho 6.49, Arist.Ath.7.3, 47.2; also at Rhodes, SIG581.97 (ii B.C.); τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also sold up the metics who failed to pay their tax, D.25.58.3 at Epidamnus, an official who regulated commercial dealings with the neighbouring barbarians, Plu.2.297f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλητής
-
9 προ-πωλητής
προ-πωλητής, ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.
-
10 πωληταί
πωλητήςseller: masc nom /voc plπωλητόςfor sale: fem nom /voc pl -
11 πωλητήν
πωλητήςseller: masc acc sg (attic epic ionic)πωλητόςfor sale: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 продавец
-
13 πωλητάς
πωλητά̱ς, πωλητήςseller: masc acc plπωλητά̱ς, πωλητήςseller: masc nom sg (epic doric aeolic)πωλητά̱ς, πωλητόςfor sale: fem acc pl -
14 πωλέω
πωλέω (vgl. πέλομαι, πωλέομαι u. ἐμπολάομαι; eigtl. verkehren, Handel und Wandel treiben), Waare gegen Waare umsetzen, verkaufen; Her. 1, 196; praes. pass. 8, 105; Eur. Cycl. 259; Ar. Plut. 167; der Preis steht im gen. dabei, Her. 8, 105; Thuc. 2, 60; ὁπόσου πωλεῖ, Xen. Mem. 1, 2, 36, u. A.; auch verpachten, τέλος, Aesch. 1, 119 (s. πωλητής); ὃς παρὰ τῶν πωλούντων τὰς πράξεις ἐωνεῖτο, Dem. 19, 133; τὰ οἴκοι, 7, 17, d. i. für Geld verrathen; Ἀσίαν πωλῶ πρὸς μύρα, Ep. ad. 448 (XI, 3).
-
15 πωλητηριον
τό1) [πωλέω] торговый склад, лавка Xen.2) [πωλητής] полетерий (в Афинах, контора по сдаче на откуп государственных доходов) Dem. -
16 продавец
ο πωλητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продавец
-
17 продавец
продавецм ὁ πωλητής, ὁ πουλητής:\продавец вина ὁ οίνοπώλης, ὁ κρασοπώλης· \продавец ко́фе ὁ καφεπώλης. -
18 πωληταίς
-
19 πωληταῖς
-
20 πωλητών
πωλητήςseller: masc gen plπωλητόςfor sale: fem gen plπωλητόςfor sale: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
πωλητής — πωλητής, ο και πουλητής, ο θηλ. ήτρια αυτός που πουλάει ή πούλησε κάτι (αντίθ. αγοραστής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωλητής — seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητής — ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ] αυτός που πουλά κάτι νεοελλ. υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αρχ. 1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες… … Dictionary of Greek
πωληταῖς — πωλητής seller masc dat pl πωλητός for sale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωληταί — πωλητής seller masc nom/voc pl πωλητός for sale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητήν — πωλητής seller masc acc sg (attic epic ionic) πωλητός for sale fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητῶν — πωλητής seller masc gen pl πωλητός for sale fem gen pl πωλητός for sale masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… … Dictionary of Greek
ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] … Dictionary of Greek