-
1 πυρηνικός
-
2 πυρηνικός
atomique -
3 πυρηνικός
atomowy przym. -
4 πυρηνικός
atomový -
5 πυρηνικός
nuclearΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πυρηνικός
-
6 çekirdeksel
πυρηνικός -
7 nükleer
πυρηνικός -
8 nuclear
πυρηνικός -
9 ядерный
πυρηνικός, του πυρήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ядерный
-
10 реактор
ο αντιδραστήραςатомный - ατομικός/πυρηνικός -биологический - о βιοαντιδραστήρας, το δοχείο πολλαπλασιασμούэлектрический - το επαγωγικό πηνίο, η άεργος αντίστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реактор
-
11 ядерный
επ.1. πυρηνικός, του πυρήνα, του κουτσιού• από κουκούτσι•-ое масло το πυρηνέλαιο•
ядерный сок ο χυμός του πυρήνα.
2. (φυσ.) της διάσπασης ή από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου•-ое оружие πυρηνικό όπλο•
-ая энергия πυρηνική ενεργεία•
-ая физика πυρηνική φυσική•
ядерный реактор πυρηνικός αντιδραστήρας•
-ая зима πυρηνικός χειμώνας.
-
12 магнетизм
ο μαγνητισμόςатомный - ατομικός/πυρηνικός -постоянный - μόνιμος -, διαρκής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнетизм
-
13 ядерный
ядерный πυρηνικός; \ядерныйое оружие το πυρηνικό όπλο; \ядерныйые испытания οι πυρηνικές δοκιμές; \ядерный взрыв η πυρηνική έκρηξη* * *я́дерное ору́жие — το πυρηνικό όπλο
я́дерные испыта́ния — οι πυρηνικές δοκιμές
я́дерный взры́в — η πυρηνική έκρηξη
-
14 ядерный
ядерн||ыйприл πυρηνικός:\ядерныйая физика ἡ πυρηνική φυσική· \ядерныйое оружие τό πυρηνικό ὅπλο· \ядерный реактор ὁ πυρηνικός ἀντιδραστήρας· \ядерныйые испы^ния οἱ πυρηνικές δοκιμές. -
15 nuclear
['nju:kliə]1) (using atomic energy: a nuclear power station; nuclear weapons.) πυρηνικός2) (of a nucleus.) πυρηνικός -
16 атомный
ατομικός, πυρηνικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атомный
-
17 изомер
хим. ο ισομερήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изомер
-
18 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
19 резонанс
1. (физ., тех.) о συντονισμ/ός, η αντήχηση 2. (увеличение силы и длительности звука, отзвук) η αντήχηση, η απήχηση, ο αντίκτυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резонанс
-
20 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πυρήνα: Πυρηνική ενέργεια. – Πυρηνική βόμβα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… … Dictionary of Greek
αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
Liste falscher Freunde — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… … Deutsch Wikipedia
Pepperoni — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… … Deutsch Wikipedia
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
αποπυρηνικοποίηση — η απαγόρευση ή κατάργηση των πυρηνικών εγκαταστάσεων μιας περιοχής, απαγόρευση των πυρηνικών όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + πυρηνικοποίηση (< πυρηνικός + ποίηση) ο όρος αποπυρηνοποίηση εσφαλμένα αντί αποπυρηνικοποίηση] … Dictionary of Greek