Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυργίον

См. также в других словарях:

  • πυργίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίον — τὸ, ΜΑ βλ. πυργί(ο) …   Dictionary of Greek

  • Πύργιον — Πυργίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργία — πυργίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίοις — πυργίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίου — πυργίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίων — πυργίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργίῳ — πυργίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Birgi (Ödemiş) — Birgi Pyrgion Administration Pays …   Wikipédia en Français

  • ακροπύργιο — το (Μ ἀκροπύργιον) ο ψηλότερος από τους πύργους ενός φρουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πυργίον, υποκορ. τού πύργος] …   Dictionary of Greek

  • μεσοπύργιον — μεσοπύργιον, τὸ (Α) το τείχος μεταξύ δύο πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»