-
1 πυλίδας
πυλίςlittle gate: fem acc pl -
2 λευκ-ουργέω
λευκ-ουργέω, weiß machen, weißen, πυλίδας, Inscr. 2749.
-
3 ἀνα-σπάω
ἀνα-σπάω (s. σπάω), p. auch ἀνσπάω, in die Höhe ziehen, ὀφρῦς, μέτωπον, die Augenbrauen, Stirn hoch ziehen, eine vornehme, ernsthafte Miene machen, Ar. Ach. 1038 Equ. 629; vgl. Xen. Conv. 5, 10. Dah. λόγους ἀνασπᾶν τινι, Soph. Ai. 295, prahlerische Reden; anders ἀνασπᾶν γνωμίδιον B. A. 6, 5, κωμικῶς, οἷον ἐκ βυϑοῦ διανοίας ἄγειν, wie Men. bei Suid. πόϑεν τούτους ἀνεσπάκασιν – τοὺς λόγους, vgl. Wasser aus dem Brunnen ziehen, Thuc. 4, 97; τὴν βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her. 2, 92; ein Schiffan's Land ziehen, Pind. P. 4, 27; Her. 4, 154. 7, 188 u. sonst; τὰς ἀγκύρας Pol. 5, 110; γεφύρας u. σανίδας τῆς γεφύρας 2, 32. 3, 66, Brücken aufziehen; πυλίδας, Thore öffnen, 5, 39; τύμβους, erbrechen, Eur. Med. 1381. – Med., ἐκ χροὸς ἀνεσπάσατο ἔγχος, er zog seine Lanze heraus, Il. 13, 574; Aesch. ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις, wenn die Erde das Blut eingeschlürft hat, Eum. 617. – Intrans., bes. im med., sich davonmachen, abreisen, Sp.
-
4 ανασπαω
поэт. ἀνσπάω1) тянуть наверх, вытягивать, вытаскивать(σπυρίδα Her.; ὕδωρ Thuc.; ἀγκύρας Polyb.)
2) выдергивать, извлекать(βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her.; med. ἔγχος ἐκ χροός Hom.)
3) вытаскивать на берег(τὰς τριήρεις Thuc.)
4) втягивать, всасывать, впитывать(αἷμα Aesch.; ποτόν Arst.)
5) взламывать, ломать, разрушать(σκηνήν Her., Plut.; τύμβους Eur.; πυλίδας Polyb.)
ἀ. τὰς πράξεις τινός Plut. — расстраивать чьи-л. дела6) стаскивать, срывать7) утаскивать, уносить(τὸν τρίποδα τὸν μαντικόν Plut.)
; силой уводить(τινα Luc.)
8) отдергивать назад(τέν χεῖρα Arph.)
9) (высоко) подниматьἀ. τὰς ὀφρῦς Arph., Dem., τὸ πρόσωπον Xen. или τὰ μέτωπα Arph. — поднимать брови, морщить лоб;
λόγος ὀφρῦν ἀνασπῶν Plut. — грозная речь -
5 κατακλειω
ион. κατακληΐω, атт. κατακλῄω, дор. κατακλάζω (fut. κατακλείσω, aor. κατέκλεισα; pass.: aor. κατεκλείσθην - атт. κατεκλῄσθην, pf. κατακέκλεισμαι и κατακέκλειμαι)1) запирать, затворять на замок(τὰς πυλίδας, τὰ ἱρά, τὸ ἐργαστήριον Her.; τὸν δίφρον Xen.)
2) запирать, заключать(ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Xen.; τι εἰς τέν γῆν Arst.; τινὰ ἐν τῇ φυλακῇ NT.; κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις Xen.)
κ. τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Xen. — заставить гимнетов укрыться за строем гоплитов3) вкладывать в ножны(τὸ ξίφος Plut.)
4) включатьοὐδ΄ εἰς πολιτείαν ἐμαυτὸν κατακλείω Xen. — я не принадлежу ни к одному (греческому) государству ( слова Аристиппа)
5) запирать, блокировать(τοὺς Ἕλληνας ἐς τέν νῆσον, ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Thuc.)
6) ставить, ввергать(εἰς κίνδυνον μέγιστον Dem.; εἰς σπάνιν Diod.)
7) рит. заканчивать, заключать(τὸν λόγον Diog.L.)
οὐ κατακλείει грам. — (фраза) не закончена8) обязывать, принуждать(τινὰ νόμῳ ποιεῖν τι Dem.; τινὰ εἰς ἀρχέν μείζονα Plut.)
9) привязывать, сковывать(τέν δεξιάν Luc.)
-
6 κατακλείω
κατα-κλείω, old [dialect] Att. [suff] κατα-κλῄω Th. (v. infr.): a rare [tense] fut. κατακλιῶ dub. in Eup.287, cf. HeroBel.107.13:—[voice] Med., [tense] aor.A- εκλεισάμην X. Cyr.7.2.5
:—[voice] Pass., [tense] aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); [dialect] Ion.- εκληΐσθην Hdt.2.128
; [dialect] Dor.- εκλᾴσθην Theoc.7.84
: [tense] pf. .I c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109;κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα X.Cyr.4.1.18
;κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Id.An.3.4.26
; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26;κ. τινὰ ἐν φυλακῇ Ev.Luc.3.20
, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—[voice] Pass.,ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Th.4.57
;ναυσὶ κατεκλῄσθησαν Id.1.117
, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [ νεφέλας]ἄνεμος κατακλῃσθῇ Ar.Nu. 404
;εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι Isoc.4.34
;διὰ τοῦ ζῆν.. κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς Phld.D.1.17
:—[voice] Med., shut oneself up,ἐν τοῖς βασιλείοις X.Cyr.7.2.5
; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—[voice] Pass.,κατεκλᾴσθης Id.7.84
.2 metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige,ἂν.. πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν D.4.33
, cf. And.3.7, Antiph.190.15.3 metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11;εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι D.S.20.74
: generally, confine,ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8
;πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται Phld.Rh.2.283
S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς.. confine the whole business of art to.., Hld.3.4.II c.acc.rei, shut up, close,τὰς πυλίδας Hdt.1.191
;τά ἱρά Id.2.124
, cf. 128 ([voice] Pass.);τὸ ἐργαστήριον Id.4.14
;τὸν δίφρον X.Cyr.6.4.10
;εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα Ar.Pl. 206
:—in [voice] Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.2 clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [ τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλείω
-
7 λευκουργέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκουργέω
-
8 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
См. также в других словарях:
πυλίδας — πυλίς little gate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισαγωγή — ἐπεισαγωγή, η (AM) [επεισάγω] δεύτερος γάμος αρχ. 1. επιπλέον εισαγωγή («ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγήν», Ιπποκρ.) 2. εισαγωγή νέων προσώπων στη σκηνή 3. μέσο για εισαγωγή, για είσοδο («καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων», Θουκ.) … Dictionary of Greek
κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… … Dictionary of Greek