-
1 πυγωνιαῖος
πυγωνιαῖος, von der Länge eines πυγών; Mnesith. b. Ath. XI, 494 a; Theophr.
-
2 πυγωνιαῖος
A v. πυγονιαῖος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγωνιαῖος
-
3 πυγωνιαῖος
πυγωνιαῖος, von der Länge eines πυγών -
4 πυγούσιος
πυγούσιος, von der Länge eines πυγών, ellenlang, βόϑρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνϑα καὶ ἔνϑα, ungefähr eine Elle ins Gevierte, Od. 10, 517. 11, 25. Vgl. πυγωνιαῖος.
-
5 πυγονιαῖος
πυγονιαῖος u. πυγονιμαῖος, = πυγωνιαῖος, zw.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий