-
1 πτεροφοιτος
См. также в других словарях:
πτερόφοιτος — ον, Α πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)] … Dictionary of Greek
1 πτεροφοιτος
πτερόφοιτος — ον, Α πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)] … Dictionary of Greek