-
1 πταρμός
πταρμός, ὁ, das Niesen; Hippocr.; Ar. Av. 720; τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστι, Plat. Conv. 189 a.
-
2 πταρμος
ὁ чихание Thuc., Plat., Arph., Arst., Plut. -
3 πταρμός
πταρμόςsneezing: masc nom sg -
4 πταρμός
πταρμός, ὁ, das Niesen -
5 πταρμός
ο чиханье -
6 πταρμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Jb 41,10 -
7 πταρμός
πταρ-μός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πταρμός
-
8 μελλό-πταρμος
μελλό-πταρμος, v. l. für μελλέπταρμος, w. m. s.
-
9 μελλέ-πταρμος
μελλέ-πταρμος, ὁ, der niesen will und dabei das Weiße im Auge nach oben kehrt, Arist. probl. 31, 7.
-
10 πταρμοί
πταρμόςsneezing: masc nom /voc pl -
11 πταρμούς
πταρμόςsneezing: masc acc pl -
12 πταρμόν
πταρμόςsneezing: masc acc sg -
13 πτόρος
-
14 καταρροος
стяж. κατάρρους ὅ1) стекание, течениеὑπὸ ῥεύματός τε καὴ κατάρρου πάντα χρήματα ἔχεσθαι Plat. — (Гераклит полагает), что все вещи существуют как поток и течение
2) катар, насморк(οἱ κατάρρῳ νοσοῦντες ἄνθρωποι Plat.; πταρμὸς πρὸ τῶν κατάρρων γίνεται Arst.)
-
15 μελλεπταρμος
-
16 чиханье
чих||аньес τό φτέρνισμα, ὁ πταρμός· ◊ на всякое \чиханье не наздравствуешься погов. δέν μπορώ νά Ικανοποιήσω ὅλες τίς ἐπιθυμίες. -
17 πταρμοίς
-
18 πταρμοῖς
-
19 πταρμοίσι
-
20 πταρμοῖσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πταρμός — sneezing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμός — ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι] αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό… … Dictionary of Greek
πταρμός — το βλ. φτάρνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЧИХАНИЕ — • Πταρμός, sternutatio или sternutamentum, y древних причислялось к omina (Хеn. Anab. 3, 2, 9, см. Divinatio, Дивинация, 11. 20), может быть, потому, что оно удаляло, по их мнению, из тела вредное вещество; издревле уже чихающим… … Реальный словарь классических древностей
πταρμοῖς — πταρμός sneezing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμοῖσι — πταρμός sneezing masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμοί — πταρμός sneezing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμοῦ — πταρμός sneezing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμούς — πταρμός sneezing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμῶν — πταρμός sneezing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμῷ — πταρμός sneezing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)