-
1 πρωτάτο(ν)
το см. πρωτεία 1;§ τα πρωτάτα — знать, аристократия
-
2 πρωτάτο(ν)
το см. πρωτεία 1;§ τα πρωτάτα — знать, аристократия
-
3 πρωΐ
πρωΐ [pron. full] [ῐ], [dialect] Att. [full] πρῴ (Hdn.Gr.1.494, Sch.Ar.Av. 132, etc.), though codd. commonly give πρῶϊ, πρωΐ, or πρῷ: Adv.: ([etym.] πρό):—A early in the day, at morn, opp. ὀψέ (acc. to Thphr.Sign.9, the forenoon, between ἀνατολή and μεσημβρία) , πρωῒ (v.l. πρῶϊ)ὑπηοῖοι Il.8.530
,al.: c.gen.,πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.9.101
;ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῴ X.HG1.1.30
, cf. PSI3.402.10 (iii B.C.): also ; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ early next morning, X.Cyr.1.4.16; ;ἅμα πρωΐ Ev.Matt.20.1
;ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας Act.Ap.28.23
.2 generally, betimes, early, Hes.Op. 461, Fr. 204, Ar.Av. 132, etc.: c. gen., πρωῒ τοῦ ἦρος, τοῦ θέρεος, Hp.Epid.1.1,2.3 = πρὸ καιροῦ (Phryn.PS p.106 B.), too soon, too early, πρῴ γε στενάζεις (v.l. πρό) A.Pr. 696; ;πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Th.4.6
, cf. Pl.Prm. 135c.—[comp] Comp. and [comp] Sup. πρωΐτερον (or πρῴτερον) , πρωΐτατα (or πρῴτατα ) are found in Th.7.19,39, 8.101, Arr.Ind.26.4, Aristid.Or.47 (23).35, 51(27).51, v.l. in Hp.Epid. 2.1.6, 2.3.2, 6.8.13, al.; but usu. πρωϊαίτερον (or πρῳαίτερον) , πρωϊαίτατα (or πρῳαίτατα), Hp.Il.cc. (v.l.), Pl.Phd. 59d, 59e, Tht. 150e, Prt. 326c, X.Cyr.8.8.9, etc.
См. также в других словарях:
πρωτάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο 2. στον πληθ. τα πρωτάτα οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα… … Dictionary of Greek
πρωτάτο — το 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο. 2. στον πληθ., πρωτάτα οι προύχοντες, οι πρόκριτοι, οι προεστοί: Όταν πηγαίνει στη βουλή με τ άλλα τα πρωτάτα (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. ως κύρ. όν., Πρωτάτο ναός στις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου εδρεύει η ιερή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)