Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρῴτατα

См. также в других словарях:

  • πρωτάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο 2. στον πληθ. τα πρωτάτα οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτάτο — το 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο. 2. στον πληθ., πρωτάτα οι προύχοντες, οι πρόκριτοι, οι προεστοί: Όταν πηγαίνει στη βουλή με τ άλλα τα πρωτάτα (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. ως κύρ. όν., Πρωτάτο ναός στις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου εδρεύει η ιερή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»