-
1 πρύμνη
πρύμνη: stern of a ship; for πρυμνὴ νηύς, see πρυμνός.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρύμνη
-
2 πρύμνη
-
3 πρυμνη
-
4 Πρυμνή
-
5 Πρυμνῇ
-
6 πρυμνή
-
7 πρυμνῇ
-
8 πρύμνη
πρύμναstern: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πρύμναstern: fem dat sg (attic epic ionic)πρύμναstern: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 πρύμνῃ
Βλ. λ. πρύμνη -
10 πρύμνη
η см. πρύμνα -
11 πρυμνή
πρυμνόςhindmost: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 πρύμνῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρύμνῃ
-
13 πρύμνη
[примни] ονσ. θ. корма корабля.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρύμνη
-
14 πρύμνη
[примни] ονσ. θ. корма корабля. -
15 πρύμνη
la popa -
16 πρύμνη
rufa (f) rzecz. -
17 πρύμνη
sternΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρύμνη
-
18 rufa
πρύμνη -
19 πρύμνηι
πρύμνῃ, πρύμναstern: fem dat sg (attic epic ionic)πρύμνῃ, πρύμναstern: fem dat sg (attic epic ionic) -
20 πρύμνα
πρύμνα, ἡ, ion. u. ep. πρύμνη, welche Form auch die ältern Attiker brauchten, vgl. Phryn. in B. A. 66, 23 u. Lob. Phryn. 331; eigtl. fem. von πρυμνός, statt πρυμνὴ ναῦς, das äußerste Hinterende des Schiffes, Schiffshintertheil, Schiffsspiegel; πρύμνη νηὸς ἀείρετο, Od. 13, 84; auch νηὸς ἀπὸ πρύμνης, Il. 15, 435; πρύμνης νεὸς ἥψατο, ib. 704; u. adjectivisch, νηῒ πάρα πρύμνῃ, 7, 383, wo man πρυμνῇ accentuirt erwarten sollte, vgl. 11, 600. 16, 286 Od. 2, 417. 12, 411; μὴ νηυσὶν ἐπὶ πρύμνῃσι μάχωνται, Il. 8, 475; ἐν πρύμνᾳ, Pind. P. 4, 194; ἁλίαισιν πρύμναις, Ol. 9, 73; übtr., ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Aesch. Spt. 2; ὃ καὶ περὶ πρύμναν πόλεως καχλάζει, 742, vgl. Suppl. 340; εἰς πρύμνην, Soph. Phil. 480. 1437, wie jetzt des Metrums wegen für πρύμναν geschrieben wird; Eur. oft; πρύμναν ἀνακρούεσϑαι, rückwärts rudern, so daß das Vordertheil des Schiffes dem Feinde zugekehrt bleibt und das Hintertheil des Schiffes vorangeht, sich allmälig zurückziehen, ohne den Rücken zu kehren, Ar. Vesp. 397, wo der Schol. sagt ὅταν μετακαϑίσαντες οἱ ἐρέται ἐλαύνοιεν ὀπίσω ἐπὶ τὴν πρύμναν u. anführt, daß dies bes. beim Einlaufen in den Hafen geschehe, damit das Schiff nachher, ohne umzuwenden, abfahren könne (vgl. κρούω u. Her. 8, 84), τὴν πρύμναν τοῠ πλοίου, Plat. Phaed. 58 ac; Folgde; ἕπεσϑαί τινι κατὰ πρύμναν, Pol. 1, 49, 11; übh. Hintertheil, Hinterende von jedem Körper, Valck. Her. 8, 84.
См. также в других словарях:
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Πρυμνῇ — Πρυμνῆι , Πρυμνεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇ — πρυμνός hindmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνή — πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνη — πρύμνα stern fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνῃ — πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμη ή πρύμνη — Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π.,… … Dictionary of Greek
πρύμνηι — πρύμνῃ , πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) πρύμνῃ , πρύμνα stern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
υψίπρυμνος — η, ο / ὑψίπρυμνος, ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α αυτός που έχει ψηλή πρύμνη νεοελλ. φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο» ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων τού μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей