-
1 προπαππος
См. также в других словарях:
προμήτωρ — ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α 1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ τού ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.) νεοελλ. η προγιαγιά αρχ. 1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς… … Dictionary of Greek