Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρόσχημα

  • 1 προσχημα

        - ατος τό
        1) прикрытие, предлог
        

    τοῦτο μὲν δέ π. λόγου ἦν Her. — это была лишь отговорка;

        τοῦτο π. ποιούμενος Lys. — прикрываясь этим предлогом;
        π. ἦν ἀμύνασθαι Thuc. — предлогом было возмездие;
        π. τι ἐξαιτεῖσθαι Her.требовать чего-л. (только) для виду

        2) введение, вступление
        

    (π. καὴ ἀρχέ τοῦ λόγου Plat.)

        3) украшение, краса
        

    (Ἰωνίης Her.; τῆς πόλεως Dem.)

    Древнегреческо-русский словарь > προσχημα

  • 2 πρόσχημα

    τό
    1) предлог;

    με ( — или οπό) το πρόσχημα — под предлогом, под видом;

    2) условность;

    τηρώ τα πρόσχήματα — соблюдать условности;

    άφησε τα πρόσχήματα παρακαλώ — пожалуйста, без церемоний

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόσχημα

  • 3 πρόσχημα

    [просхима] ουσ ο вид, видимость, оправдание, предлог.

    Эллино-русский словарь > πρόσχημα

  • 4 εύλογος

    η, ο [ος, ον ]
    1) правильный, справедливый; оправданный; здравый; разумный, логичный;

    ευρίσκω ( — или κρίνω, θεωρώ, νομίζω) εύλογον — находить, считать правильным, одобрять;

    2) благовидный;

    εύλογο πρόσχημα — благовидный предлог

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εύλογος

  • 5 υπό

    υπ;
    υφ' πρόθ. 1. με αϊτιατ. 1) (при обознач, места) под;

    υπό σκιάν — в тени;

    υπό την τράπεζαν — под столом;

    υπό στέγην — под крышей;

    υπό τον Ταυγετον — у подножия Тайгета;

    2) (при обознач, состояния, положения) под;

    υπό την ηγεσίαν ( — или την καθοδήγησιν) — под руководством;

    υπό τα όπλα — под ружьём;

    υπό τον ζυγόν — под ярмом; — под игом;

    υπό την κηδεμονίαν — под покровительством;

    υπ' εύθύνην κάποιου под чью-л. ответственность;

    υπό τό πυρ — под огнём;

    υπό τό κράτος τού φόβου — под страхом;

    υπό την πίεσιν (επίδρασιν) — под давлением (воздействием);

    υπό κράτησιν — под арестом;

    υπό συνοδείαν — в сопровождении;

    υπό πολιορκίαν — в осаде, на осадном положении;

    υπό στρατιωτικόν νόμον — на чрезвычайном положении;

    ευρίσκομαι υπ' ατμόν находиться под парами (о паровозе и т. п.);
    2. με γεν. уст. (в страд, оборотах соотв. русск, те. п.): συντηρούμαι υπό τού πατρός μου быть на содержании отца; ανομολογούμαι υφ' όλων быть признанным всеми; εγράφη υπ' εμού написано мною;

    καλύπτομαι υπό χιονών — быть покрытым снегом;

    τίθεμαι εις κίνησιν υπό τού εμβόλου — приводиться в движение поршнем;

    § υπό τό πρόσχημα — под видом;

    под предлогом;

    υπό εχεμύθειαν — по секрету;

    υπό τον όρο ότι... — при условии, что...;

    υπό τα όμματα κάποιου — на глазах у кого-л., под носом у кого-л.;

    τό έχω υπό σκέψιν — я думаю об этом;

    τό εθεσα υπ' όψιν του я поставил его в известность об этом;
    λαμβάνω υπ' όψιν μου принимать во внимание; έχω υπ' όψιν μου иметь в виду;

    λαμβάνω υπό σημείωσιν — брать на заметку; — учитывать, принимать во внимание;

    καλοΰμαι υπό τα όπλα — быть призванным в армию;

    υπό πασαν εποψιν — со всех точек зрения, во всех отношениях;

    θέλει να με έχει υπό — он хочет, чтобы я ему подчинялся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπό

См. также в других словарях:

  • πρόσχημα — that which is held before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην …   Dictionary of Greek

  • πρόσχημα — το, ατος πρόφαση, προσποίηση, υποκριτική και αβάσιμη αφορμή: Ν αφήσεις τα προσχήματα και να πεις τι θέλεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσχημ' — πρόσχημα , πρόσχημα that which is held before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχημάτων — πρόσχημα that which is held before neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχήμασιν — πρόσχημα that which is held before neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχήματα — πρόσχημα that which is held before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχήματι — πρόσχημα that which is held before neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχήματος — πρόσχημα that which is held before neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχηματικός — ή, ό, Ν [πρόσχημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχημα 2. αυτός που χρησιμεύει ως πρόσχημα. επίρρ... προσχηματικώς και προσχηματικά Ν ως πρόσχημα …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»