-
1 προοιδα
(inf. προειδέναι, part. προειδώς) заранее знать(τέν ἀλήθειαν περί τινος Plat.)
πάντων προειδότων, ὅτι δεήσει κινδυνεύειν Lys. — (причем) все знали, что придется встретиться с опасностями -
2 προοραω
тж. med. (impf. προεώρων, fut. προόψομαι, aor. 2 προεῖδον, pf. προεώρᾱκα - в знач. «знать заранее» πρόοιδα; ион. part. pf. προορέων; adj. verb. προοπτέος)1) видеть раньше2) глядеть вперед, разглядывать(τὰ ἔμπροσθεν Xen.; εἰς τὸ πρόσθεν Arst.)
δυοῖν ὀφθαλμοῖν π. Xen. — глядеть в оба3) видеть впереди, замечать перед собой(τέν ὄψιν τοῦ σώματος Thuc.; τινα NT.)
4) предвидеть, знать заранее(τὸ μέλλον Her. и τὰ μέλλοντα Arst., Plut.; διανοίᾳ τι Arst.)
5) предусматривать, заботиться, принимать меры (на будущее)π. ἑωυτοῦ Her. — заботиться о себе самом;
τὸ ἐφ΄ ἑαυτῶν μόνον προορώμενοι Thuc. — заботящиеся только о своих интересах;τοῦ σίτου προορέωντες Her. — для сбережения продовольствия;περὴ τῶν μελλόντων προορᾶσθαι Lys. — принимать меры на будущее
См. также в других словарях:
πρόοιδα — Α 1. γνωρίζω καλά εκ τών προτέρων (α. «ἐὰν μὴ προειδῇ περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν», Πλάτ. β. «τὸν καιρὸν ὃν οὐ προῄδειν ἐσόμενον», Ισοκρ.) 2. φρ. «ἐξ οὐ προειδότος» απροσδόκητα, απρόβλεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἶδα «γνωρίζω»] … Dictionary of Greek
προοίδασι — προοίδᾱσι , πρόοιδα know beforehand perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίσασι — προίσᾱσι , πρόοιδα know beforehand perf ind act 3rd pl προίσᾱσι , πρόοιδα know beforehand pres ind act 3rd pl (doric) προίσᾱσι , πρόοιδα know beforehand pres ind act 3rd sg προίσᾱσι , προίζομαι take the first seat aor part act masc/neut dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίσασιν — προίσᾱσιν , πρόοιδα know beforehand perf ind act 3rd pl προίσᾱσιν , πρόοιδα know beforehand pres ind act 3rd pl (doric) προίσᾱσιν , πρόοιδα know beforehand pres ind act 3rd sg προίσᾱσιν , προίζομαι take the first seat aor part act masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειδυίας — προειδυί̱ᾱς , πρόοιδα know beforehand perf part act fem acc pl προειδυί̱ᾱς , πρόοιδα know beforehand perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειδότα — πρόοιδα know beforehand perf part act neut nom/voc/acc pl προειδότα , πρόοιδα know beforehand perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίστων — πρόοιδα know beforehand perf imperat act 3rd dual προίστων , πρόοιδα know beforehand perf imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόιστε — πρόοιδα know beforehand perf imperat act 2nd pl πρόιστε , πρόοιδα know beforehand perf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειδεῖεν — πρόοιδα know beforehand perf opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειδείη — πρόοιδα know beforehand perf opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειδείημεν — πρόοιδα know beforehand perf opt act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)