-
1 προωρος
-
2 πρόωρος
πρόωροςbefore the time: masc /fem nom sg -
3 πρόωρος
A before the time, untimely,πένθος Ph.2.314
;πολιοί Aret.SD2.13
;γῆρας Luc.Am.21
, cf. AP7.643 (Crin.), Ath. [voice] Med. ap. Orib.inc.21.8, Plu.2.101f; of a person, = foreg., AP13.27 (Phal.), IGRom.4.616 ([place name] Temenothyrae): [comp] Comp., Sor.1.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόωρος
-
4 πρόωρος
η, ο [ος, ον ]1) преждевременный; ранний; безвременный;πρόωρος χειμώνας — ранняя зима;
τό πρόωρον γήρας — или τα πρόωρα γηρατειά — преждевременная старость;
πρόωρος τοκετδς — преждевременные роды;
πρόωρος θάνατος — безвременная смерть;
2) перен. скороспелый -
5 πρόωρος
[проорос] εκ. преждевременный, несвоевременный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόωρος
-
6 πρόωρος
[проорос] επ преждевременный, несвоевременный. -
7 πρόωρος
-
8 πρόωρος
anticipé -
9 πρόωρος
1) przedterminowy przym.2) przedwczesny przym. -
10 πρόωρος
předčasný -
11 πρόωρος
1) premature2) untimelyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόωρος
-
12 преждевременный
πρόωρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преждевременный
-
13 anticipé
πρόωρος -
14 předčasný
πρόωρος -
15 premature
πρόωρος -
16 untimely
πρόωρος -
17 przedterminowy
πρόωρος -
18 przedwczesny
πρόωρος -
19 προωρότερον
πρόωροςbefore the time: adverbial compπρόωροςbefore the time: masc acc comp sgπρόωροςbefore the time: neut nom /voc /acc comp sg -
20 προώρως
πρόωροςbefore the time: adverbialπρόωροςbefore the time: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
πρόωρος — before the time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… … Dictionary of Greek
πρόωρος — η, ο αυτός που γίνεται πριν από την ώρα του: Πρόωρη ανάπτυξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προωρότερον — πρόωρος before the time adverbial comp πρόωρος before the time masc acc comp sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρως — πρόωρος before the time adverbial πρόωρος before the time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρον — πρόωρος before the time masc/fem acc sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρου — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρους — πρόωρος before the time masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρων — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 3rd pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρῳ — πρόωρος before the time masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρα — πρόωρος before the time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)