Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρόσωπος

См. также в других словарях:

  • πρόσωπος — ὁ, Α πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρόσωπον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ευρυπρόσωπος — η, ο εκείνος τού οποίου το μέτωπο έχει πλάτος μεγάλο σε σχέση προς το συνολικό πλάτος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι πρόσωπος, πολυ πρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιωάννη Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • ηδυπρόσωπος — ἡδυπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α πρόσωπος, δι πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοπρόσωπος — ιδιοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη. επίρρ... ἰδιοπροσώπως (Μ) προσωπικά, ατομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι πρόσωπος, πολυ πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • ιλαροπρόσωπος — η, ο (Μ ἰλαροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει γελαστό πρόσωπο, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + προσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. πολυ πρόσωπος, στρογγυλο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποπρόσωπος — ἱπποπρόσωπος, ον (Α) πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσ ωπον), πρβλ. ιερακο πρόσωπος, ορνιθο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • καραβοπρόσωπος — καραβοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδρο πρόσωπος, τερατο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • πολυπρόσωπος — η, ο / πολυπρόσωπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση 2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι 3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος …   Dictionary of Greek

  • τραγοπρόσωπος — ον, Α αυτός που έχει πρόσωπο τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αιγο πρόσωπος, ορνιθο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • τριτοπρόσωπος — η, ο, Ν γραμμ.> 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρίτο πρόσωπο 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τριτοπρόσωπα ρήματα που απαντούν σε τρίτο ενικό πρόσωπο και τα οποία παίρνουν, στη νέα Ελληνική, ως υποκείμενο μια πρόταση, ενώ στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»