Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρόσεργος

См. также в других словарях:

  • πρόσεργος — ον, Α 1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον α) κέρδος από χρήματα, τόκος β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔργον (πρβλ. πάρ εργον)] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • πρόσεργον — τὸ, Α βλ. πρόσεργος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»