-
1 πρός-χυσις
πρός-χυσις, ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.
-
2 πρός-χυσις [2]
πρός-χυσις, ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.
-
3 πρόςχυσις
πρός-χυσις, ἡ, das Zugießen, Anspülen
См. также в других словарях:
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek