-
1 πρωτό-φυτος
πρωτό-φυτος, = Vorigem, κάλυκες, Philip. 1 (IV, 2).
-
2 πρωτοφυής
πρωτο-φυής, ές, u. πρωτό-φυτος, zuerst geworden, entstanden -
3 πρωτόφυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόφυτος
-
4 πρωτοφυτος
См. также в других словарях:
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek