Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πρωταίτιος

См. также в других словарях:

  • πρωταίτιος — first author masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταίτιος — α, ο / πρωταίτιος, ία, ον, ΝΜΑ αυτός που υπήρξε ο πρώτος αίτιος ενός γεγονότος, ο κύριος υπαίτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αἴτιος] …   Dictionary of Greek

  • πρωταίτιος — α, ο ο πρώτος αίτιος, ο πρωτεργάτης γεγονότος: Πρωταίτιος του επεισοδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωταιτίων — πρωταίτιος first author fem gen pl πρωταίτιος first author masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταίτιον — πρωταίτιος first author masc acc sg πρωταίτιος first author neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταιτίου — πρωταίτιος first author masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταιτίους — πρωταίτιος first author masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταίτιαι — πρωταίτιος first author fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταίτιε — πρωταίτιος first author masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταίτιοι — πρωταίτιος first author masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»