-
1 προΐημι
προ|ΐημι ['отпускать'] 1. упускать, отказываться; 2. растрачивать -
2 προιημι
(fut. προήσω; aor. προῆκα - эп. προέηκα; aor. 2 med. προείμην; pf. pass. προεῖμαι)1) отправлять, посылать(ἀγγελίας, τινά τινος εἵνεκα и τινὰ ἐπί τινα Hom.; τέν τάξιν πρὸς τοὺς πολεμίους Xen.)
π. τινὰ πυθέσθαι Hom. — посылать кого-л. разузнать2) ниспосылать, даровать(κῦδός τινι Hom.)
3) пускать, бросать, метать(ἔγχος, ὀϊστόν, ἐς πόντον τι Hom.; ἀκόντια ἐπί τινα Xen.; med. βέλη Polyb.)
4) отпускать, отсылать(τινα Hom.)
5) med. отбрасывать (прочь) от себя(θοἰμάτιον Dem.; перен. χρήματα καὴ τιμάς Arst.)
προέσθαι τὸν βίον (ἑκουσίως) Plut. — (добровольно) лишить себя жизни6) (тж. π. φέρεσθαι Hom.) выпускать(πηδάλιον ἐκ χειρῶν Hom.; ἀέρα Arst.)
π. δάκρυα Eur. — ронять слезы;π. ἔπος Hom. — обронить слово7) (о реках и т.п.) изливать, струить(ὕδωρ ἐς Πηνειόν Hom.; παγὰν κρημνῶν Eur.)
8) med. испускать, выделять(χολήν Arst.; σπέρμα Arst., Sext.)
9) med. производить на свет, рождать(τὸ κύημα Arst.)
ᾠὰ π. Arst. — класть яйца10) med. издавать(φωνήν Aeschin., Polyb.)
πᾶσαν π. φωνήν Polyb. — всячески упрашивать, умолять11) med. произносить(λόγον Plat.; λόγους μαλθακοὺς φρενί Eur.; ῥῆμα Dem.)
12) упускать(τὸν χρόνον, τοὺς καιρούς Polyb.)
προέσθαι τοὺς ὑπεναντίους Polyb. — дать ускользнуть противнику13) пренебрегать, оставлять без внимания(τὰ ἴδια Xen.; τῶν πραγμάτων τι Dem.; τὰ ἁμαρτήματά τινος Plut.)
π. τὸ παρόν Dem. — беззаботно относиться к настоящему14) преимущ. med. допускать, позволятьοὐ προέσθαι τινὰς ἀδικουμένους Thuc. — не позволить причинить кому-л. обиду15) предоставлять, уступать(τί τινι Hom., med. Plat.)
16) выдавать, отдавать, передавать(χρήματά τινι, τινά и τινὰ ἀπάγεσθαι Her.; τὰς ναῦς τινι Thuc.; med. τέν Κέρκυραν τοῖς Κορινθίοις Thuc.; τινα εἰς δουλείαν Dem.; τινά τινι εἰς ὁμηρίαν Polyb.)
17) med. (от)давать, дарить(κάλλιστον ἔρανον, sc. τῇ πατρίδι Thuc.)
π. τέν εὐεργεσίαν Xen., Plat. — оказывать услугу;προϊέμενοι καὴ πονεῖν ὑπέρ τινος ἐθέλοντες Xen. — готовые жертвовать собой и желающие трудиться для кого-л.18) med. покидать (в нужде), оставлять, бросать(τοὺς φεύγοντας Xen.; τέν χώραν Plut.)
19) med. расточать(τὰ πατρῷα Aeschin.)
20) med. загонять(τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς Xen.)
21) med. побуждать, заставлять(τινα δρᾶν καὴ τὸ μέ δρᾶν Soph. - v. l. προσίεμαι)
См. также в других словарях:
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek