-
1 προαπερχομαι
(aor. 2 προαπῆλθον)1) уходить раньше(πρὴν ἰδεῖν τινα Thuc.)
οἴκαδε τοῦ χρόνου προαπελθεῖν Plat. — раньше срока вернуться домой2) раньше уходить из жизни
См. также в других словарях:
προαπέρχομαι — ΝΑ φεύγω προηγουμένως («ἠνάγκασαν πρὶν τὸν Βρασίδαν ἰδεῑν... προαπελθεῑν», Θουκ.) αρχ. 1. πεθαίνω προηγουμένως 2. πεθαίνω για χάρη κάποιου 3. φρ. «προαπέρχομαι τοῡ χρόνου» απέρχομαι πριν από τον καιρό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπέρχομαι «φεύγω,… … Dictionary of Greek
προοίχομαι — Α απέρχομαι αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἴχομαι «αποχωρώ, απέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προμεθίστημι — Α πεθαίνω πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεθίστημι «αποσύρομαι, απέρχομαι, αποχωρώ»] … Dictionary of Greek