-
1 προαπολειπω
1) ранее оставлять, первым покидать(τέν κοινωνίαν Arst.)
2) тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.προαπολείπει τῆς προθυμίας ἥ δύναμις Plut. — силы отстают от рвения
3) слабеть(οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.)
См. также в других словарях:
προαπολείπω — Α 1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.) 2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων 3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων 4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν»… … Dictionary of Greek