-
1 προπορευομαι
1) идти вперед или впереди(π. ἔμπροσθεν Xen.; τινος Arst., NT.; πρὸ προσώπου τινός NT.)
π. ἐπὴ δύο ἡμέραις Polyb. — быть впереди на два дневных перехода;οἱ προπορευσάμενοι Polyb. — авангард2) выдвигаться (на должность)(πρὸς τέν ἀρχήν Polyb.)
См. также в других словарях:
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
προνέομαι — Α προχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + νέομαι «πορεύομαι, έρχομαι»] … Dictionary of Greek