-
1 προοιμιον
атт. стяж. φροίμιον τό1) вступление, введениеπροοίμιον πρῶτον ὡς δεῖ τοῦ λόγου λέγεσθαι ἐν ἀρχῇ Plat. — вступление (есть) первое, что следует сказать в начале речи
2) вступительная песнь, прелюдия(ἀγησίχορα προοίμια Pind.)
3) хвалебная песнь, гимн(τὸ εἰς τὸν Ἀπόλλω π. Plat.)
4) начало(καταρχέ καὴ π. ἔχθρας Polyb.; τῆς μανίας Luc.)
См. также в других словарях:
συνοίμιος — ον, Α 1. αυτός που συνοδεύει το άσμα κάποιου («Ὀρφείη φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἀείδειν», Απολλ. Ρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοίμιον προοίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οίμιος (< οἴμη «τραγούδι, ωδή»), πρβλ. προ οίμιον] … Dictionary of Greek