-
1 προ-μηθέομαι
προ-μηθέομαι, dep. med., vorher sorgen, fürsorgen; bei Aesch. Prom. 381 l. d.; ἑωυτοῠ, für sich selbst sorgen, Her. 2, 172, wie Plat. Crit. 44 e, auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten, 9, 108; ὀρϑῶς προμηϑεῖ ίπὲρ ἐμοῠ, Plat. Prot. 316 c d; auch ὅτι ἡ στρατηγία κάλλιστα προμηϑεῖται τά τε ἄλλα καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσϑαι, Lach. 198 e; Sp.
-
2 προμηθέομαι
προ-μηθέομαι, vorher sorgen, fürsorgen; ἑωυτοῠ, für sich selbst sorgen; auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten -
3 προμηθεομαι
1) заблаговременно заботиться, иметь попечение(τινος Her., περί и ὑπέρ τινος Plat.)
2) (преимущ. с отрицанием) остерегаться, опасатьсяπρομηθεόμενος σέο, μέ πλήξω Her. — я остерегаюсь, как бы не попасть в тебя;
καὴ ταῦτα προμηθοῦμαι, καὴ ἄλλα πολλά Plat. — я опасаюсь и этого, и многого другого3) окружать уважением, почитать