-
1 προκαρηνος
См. также в других словарях:
προκάρηνος — ον, Α πεσμένος μπρούμυτα με το κεφάλι μπροστά, πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάρηνον «κεφάλι» (πρβλ. ἀμφι κάρηνος)] … Dictionary of Greek
1 προκαρηνος
προκάρηνος — ον, Α πεσμένος μπρούμυτα με το κεφάλι μπροστά, πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάρηνον «κεφάλι» (πρβλ. ἀμφι κάρηνος)] … Dictionary of Greek