-
1 προεφιστημι
См. также в других словарях:
προὐφέστηκεν — προεφέστηκεν , πρό ἐφίστημι set plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) προεφέστηκεν , πρό ἐφίστημι set perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεφίστησιν — πρό ἐφίστημι set pres ind act 3rd sg προεφίστησιν , πρό ἐφιστάω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεφίστημι — Α εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»] … Dictionary of Greek
προεπιστῆσαι — πρό ἐφίστημι set aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεφεστηκώς — πρό ἐφίστημι set perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek