-
1 προ-ετοιμάζω
προ-ετοιμάζω, vorher zurecht machen, Sp.; med. Etwas zu eignem Nutzen od. Gebrauch vorbereiten, Her. 7, 22. 8, 24.
-
2 προετοιμάζω
προ-ετοιμάζω, vorher zurecht machen; etwas zu eignem Nutzen od. Gebrauch vorbereiten -
3 приготовить
1. (привести в состояние готовности) (προ)ετοιμάζω 2. (настроить, расположить, подготовить к восприятию чего-л.) προετοιμάζω 3. (сделать, изготовить) φτιάχνω, παρασκευάζω 4. (заблаговременно заготовить) προετοιμάζω (προαιρετικά), προπαρασκευάζω 5. (выполнить, осуществить) ετοιμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приготовить
-
4 закатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаченный-чел, -а, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω κυλώντας, κυλώ•закатить телегу под навес βάζω το κάρο στο υπόστεγο.
2. φεύγω μακριά (με όχημα).3. (απλ.) οργανώνω, (προ)ετοιμάζω•закатить скандал δημιουργώ σκάνταλο (καβγά)•
-пир горой ετοιμάζω τρικούβερτο γλέντι.
|| περιφέρω•закатить глаза περιφέρω τους βολβούς των ματιών.
|| καταφέρω•закатить пощечину μπατσίζω, δίνω μπάτσο.
1. κυλώ, κατρακυλώι•мяч -лся под кровать το τόπι κύλισε κάτω στο κρεβάτι,
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασιλεύω, δύω•солнце -лось ο ήλιος βασίλεψε•
его слава -лась η δόξα του βασίλεψε.
3. βλ. закатить (2 σημ.).4. σκάζω από τα γέλια, πηγαίνουν δάκρυα από τα γέλια, βήχω από τα πολλά γέλια. || (για ήχο) ακούομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•-лся свисток ακούστηκε σφύριγμα.
εκφρ.глаза -лись – τα μάτια γούρλωσαν. -
5 προετοιμαζω
(чаще med.) заблаговременно подготавливать(τινά τινι и τι εἴς τι NT.; τὸ προητοιμασμένον δεῖπνον Plut.)
προετοιμάσατο τάδε Her. — были приняты следующие меры -
6 заготавливать
1. (заблаговременно приготовлять) (προ)ετοιμάζω, προπαρασκευάζω 2. (закупать) εφοδιάζω, προμηθεύομαι 3. (за-пасать) (εν)αποθηκεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливать
-
7 отгрузка
1. (погрузка и отправление) η φόρτωσ/η (και η αποστολή) 2. (снятие части груза, перегрузка части груза куда-л.) η εκφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузка
-
8 подготавливать
подготавливатьнесов1. (προ)ετοιμάζω (тж. морально), (προπαρασκευάζω·2. (обучать) προετοιμάζω, προγυμνάζω. -
9 prepare
[pri'peə](to make or get ready: Have you prepared your speech for Thursday?; My mother prepared a meal; He prepared to go out; Prepare yourself for a shock.) (προ)ετοιμάζω,-ομαι- preparatory
- prepared
- preparatory school
- be prepared -
10 организовать
-зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. οργανώνω συγκροτώ•организовать спортивное общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο•
организовать комитет συγκροτώ επιτροπή.
|| μτφ. (προ)ετοιμάζω.2. διοργανώνω.3. τακτοποιώ, διευθετώ•организовать свой труд οργανώνω την εργασία μου.
1. οργανώνομαι.2. διοργανώνομαι.3. τακτοποιούμα ι, διευθετούμαι,. -
11 уготовить
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)• (προ)ετοιμάζω. -
12 приготовить
ρ.σ.1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω• ετοιμάζω. || καταρτίζω•приготовить к поступлению в институт προετοιμάζω για εισαγωγήστο Ινστιτούτο.
2. προδιαθέτω, προϊδεάζω.3. φτιάχνω, παρασκευάζω•приготовить лекарство παρασκευάζω φάρμακο.
|| μαγειρεύω•приготовить обед ετοιμάζω το γεύμα.
|| εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι•приготовить дрова к зиме ετοιμάζω καυσόξυλα για το χειμώνα.
|| κάνω•приготовить уроки ετοιμάζω τα μαθήματα.
(προ)ετοιμάζομαι, (προ)παρασκευάζομαι• (προ)καταρτίζομαι. -
13 изготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω.4. ετοιμάζω•изготовить снасть ετοιμάζω τα σύνεργα.
2. μαγειρεύω•εκφρ.—ружь – σκοπεύω το όπλο.(στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμάζομαι. -
14 изготовка
-и θ.1. (απλ.) φτιάξιμο, επεξεργασία. || ετοιμασία. || μαγείρεύμα.2. (στρατ. κ. αθλτ.) (προ)ετοιμασία.εκφρ.взять ружь на -у – σκοπεύω (ετοιμάζω) το δπλο για βολή.
См. также в других словарях:
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
προευτρεπίζω — ΜΑ ευτρεπίζω, ετοιμάζω όπως πρέπει κάτι εκ τών προτέρων (α. «προευτρεπίζειν τινα ἐπὶ τὸ ἀγαθόν», Iάβμλ. β. «ὁ προνοητικὸς γεωργὸς πάντα προευτρεπίσας», Μέγ. Βασ. γ. «τὸ προηυτρεπισμένον ἱερὸν κουβούκλιον τοῡ Ἐπιταφίου», Τυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * … Dictionary of Greek
προκαταρτίζω — ΝΑ καταρτίζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («έχει ήδη προκαταρτίσει τον κανονισμό) αρχ. διευθετώ, συμπληρώνω εκ τών προτέρων («ἵνα προκαταρτίσωσι τὴν προκατηγγελμένην εὐλογίαν ὑμῶν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτίζω «ετοιμάζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
προοδοποιώ — έω, ΜΑ προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ. β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.) αρχ. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ … Dictionary of Greek
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
προεντύνω — Μ υψώνω, δίνω ύψος σε κάτι για την κατασκευή άμβωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐντύνω (Ι) «παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω»] … Dictionary of Greek
προεξαρτύω — Α προετοιμάζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαρτύω «ετοιμάζω»] … Dictionary of Greek
προκαταρτύω — Α 1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω 2. προδιαθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτύω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek
προτιτύσκω — Α προπαρασκευάζω, προετοιμάζω κάτι («ταύρου μηρία ῥέζοντες προτιτύσκετε δαῑτα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτύσκω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] … Dictionary of Greek