Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προ-ετοιμάζω

См. также в других словарях:

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • προευτρεπίζω — ΜΑ ευτρεπίζω, ετοιμάζω όπως πρέπει κάτι εκ τών προτέρων (α. «προευτρεπίζειν τινα ἐπὶ τὸ ἀγαθόν», Iάβμλ. β. «ὁ προνοητικὸς γεωργὸς πάντα προευτρεπίσας», Μέγ. Βασ. γ. «τὸ προηυτρεπισμένον ἱερὸν κουβούκλιον τοῡ Ἐπιταφίου», Τυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * …   Dictionary of Greek

  • προκαταρτίζω — ΝΑ καταρτίζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («έχει ήδη προκαταρτίσει τον κανονισμό) αρχ. διευθετώ, συμπληρώνω εκ τών προτέρων («ἵνα προκαταρτίσωσι τὴν προκατηγγελμένην εὐλογίαν ὑμῶν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτίζω «ετοιμάζω, διευθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • προοδοποιώ — έω, ΜΑ προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ. β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.) αρχ. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ …   Dictionary of Greek

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • προεντύνω — Μ υψώνω, δίνω ύψος σε κάτι για την κατασκευή άμβωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐντύνω (Ι) «παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προεξαρτύω — Α προετοιμάζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαρτύω «ετοιμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταρτύω — Α 1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω 2. προδιαθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτύω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προτιτύσκω — Α προπαρασκευάζω, προετοιμάζω κάτι («ταύρου μηρία ῥέζοντες προτιτύσκετε δαῑτα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτύσκω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»