-
1 προ-δανείζω
προ-δανείζω, vorher leihen; Plut. Pericl. 13; Luc. sacrif. 3 προδανείσας τῷ Ἀπόλλωνι χάριν.
-
2 προδανείζω
-
3 προδανειζω
досл. (за)ранее давать взаймы, перен. (за)ранее расходоватьπ. τῷ Ἀπόλλωνι τέν χάριν Luc. — заранее дать ссуду Аполлону, т.е. заблаговременно заручиться благоволением Аполлона;
ὅ εἰς τέν γένεσιν τῷ πόνῳ προδανεισθεὴς χρόνος Plut. — время, отпущенное или затраченное на выполнение работы
См. также в других словарях:
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
προκιχρώ — άω, Α δανείζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιχρῶ «δανείζω»] … Dictionary of Greek
προχρώ — άω, ΜΑ μσν. προχωρώ, εξελίσσομαι αρχ. δανείζω, προκαταβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρῶ, χρῶμαι «δανείζω, δανείζομαι, χρησιμοποιώ»] … Dictionary of Greek
προευχρηστώ — έω, Α προδανείζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐχρηστῶ «δανείζω, προκαταβάλλω»] … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek