-
1 προγιγνωσκω
ион. προγῑνώσκω (fut. προγνώσομαι, aor. προέγνων, inf. aor. προγνῶναι - эп. προγνώμεναι)1) знать заранее, предвидеть, предугадывать(αἶσαν HH.; τὰς βουλήσεις τινός Plat.)
2) знать прежде или давно(τινά NT.)
3) предчувствовать, т.е. предвещать, предсказыватьπ. ὕδωρ Arst. — предвещать дождь
4) заранее обдумыватьἔς τε τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες, ἔς τε τὸ αὐτίκα μέ αἰσχρόν Thuc. — заранее взвесив, что доставит славу в будущем и что не покроет позором теперь
5) предрешать
См. также в других словарях:
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
προγνώμων — όγνωμον, Α αυτός που διακρίνει κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. συγ γνώμων] … Dictionary of Greek
πρόσαρσις — άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. άρσιος, Α [προσαίρω] 1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.) 2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσις προ(σ)φορά» … Dictionary of Greek
συγγνώμων — και αττ. τ. ξυγγνώμων, ύγγνωμον, Α 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.) 2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον 3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής 4. (με παθ.… … Dictionary of Greek