-
1 προβιβαζω
1) вести(πρόσω Soph.; τινὰ εἰς ἀρετήν Plat.)
2) выводить(τινὰ ἐκ τοῦ ὄχλου NT.)
3) побуждать(λόγῳ τινά Xen.; προβιβασθεὴς ὑπό τινος NT.)
4) удлинять, достраивать(τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ Diod.)
5) расширять, возвеличивать(τέν πατρίδα Polyb.)
6) продвигаться вперед, преуспевать(οὐδὲν ἐδύνατο π. τῶν ἔργων Polyb.)
7) ( о животных) покрывать(ἄλλην Arst.)
См. также в других словарях:
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek