-
1 προύνεικος
A one who bears burdens out of the market, hired porter, Com.Adesp.333, 1343, Hdn.Gr.2.445, Ael.Dion.Fr. 284 (as pr. n., IG3.1100.12, 12 (8).484): Byz., acc. to Poll.7.132; used as a term of abuse, low fellow, Herod. 3.12,65, D.L.4.6; ἀνδράσι π. prob. in Epic. ap. Ath.14.639d: as Adj., lewd,φιλήματα AP12.209
(Strat.). (Derived fr. πρό, ἐνείκω by Ael. Dion. l.c., cf. AB1415, Phot.; also expld. byπρό, νεῖκος EM691.19
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προύνεικος
-
2 προὔνεικος
προὔνεικος (s. ἐνεγκεῖν), 1) lasttragend, der Packträger; Poll. 7, 132 προυνίκους τοὺς μισϑωτοὺς οἱ νέοι κωμῳδοδιδάσκαλοι, byzantinisch; vgl. Hesych. u. Eust. 983, 47; so auch D. L. 4, 6 zu nehmen, wo v. l. προύνικος. – 2) auch = προφερής, wollüstig, geil, VLL., προὔνεικα φιλήματα, Strat. 51 (XII, 209) em. für πορνικά.
-
3 προυνεικος
-
4 οἴσυλος
οἴσυλος· προϊοῦλος, προύνικος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴσυλος
См. также в других словарях:
προύνικος — ὁ, Α βλ. προύνεικος … Dictionary of Greek
προύνεικος — ὁ, ΜΑ, και προύνικος και προυνικός, Α 1. αυτός που έναντι αμοιβής μεταφέρει στο σπίτι τα όσα αγοράστηκαν στην αγορά 2. (ως ύβρις) ποταπός, ουτιδανός («τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῡ τῇ παρόδῳ», Διογ. Λαέρ.) 3. ως επίθ.… … Dictionary of Greek
οίσυλος — οἴσυλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προϊοῡλος, προύνικος», αυτός που μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω + επίθημα υλος (πρβλ. φάγ υλος)] … Dictionary of Greek
προυνικία — ἡ, Α 1. λαγνεία 2. ασελγής, ακόρεστη διαγωγή 3. ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] … Dictionary of Greek
προυνικεύω — Α (στους Γνωστικούς) ασελγώ, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] … Dictionary of Greek