-
1 προυπαρχω
1) существовать раньше, предшествовать(π. δεῖ τὸ κινοῦν τοῦ κινουμένου Arst.)
οἱ νόμοι οἱ προϋπάρχοντες Arst. — прежние законы;προϋπῆρχον ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς NT. — они прежде враждовали друг с другом;προϋπῆρχεν ἐξιστάνων τὸ ἔθνος NT. — он прежде изумлял людей;τὰ προϋπάρξαντα Dem. — прошлые события;ἐκεῖ προϋπῆρχε τὰ βάθρα Plat. — там и раньше были скамьи2) делать первым, класть началоπροϋπάρξαντες ἀδικίας Dem. — первыми нанесшие обиду;τὰ προϋπηργμένα Dem. — ранее оказанные услуги, Arst. прежние деяния;π. τῷ ποιεῖν εὖ Dem. — первым оказывать благодеяние -
2 προϋπάρχω
{с.гл., 2}существовать раньше, прежде находиться, быть перед тем (Лк. 23:12; Деян. 8:9).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προϋπάρχω
-
3 προϋπάρχω
{с.гл., 2}существовать раньше, прежде находиться, быть перед тем (Лк. 23:12; Деян. 8:9).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προϋπάρχω
-
4 προϋπάρχω
(αόρ. προϋπήρξα) αμετ.1) предшествовать (ко- ли/-чему-л.); существовать раньше, до (кого-чего-л.); 2) существовать давно -
5 προϋπάρχω
[проипархо] ρ существовать раньше кого- либо, чего-либо. -
6 προυπηργμενος
-
7 4391
{с.гл., 2}существовать раньше, прежде находиться, быть перед тем (Лк. 23:12; Деян. 8:9).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4391
См. также в других словарях:
προϋπάρχω — προϋπάρχω, προϋπήρξα βλ. πίν. 223 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προϋπάρχω — ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. υπάρχω εκ τών προτέρων (α. «ἡ τών σωμάτων αὔξησις ἐκ τῶν προϋπαρχόντων ἐστὶν», Αριστοτ. β. «πᾶσα μάθησις ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως», Αριστοτ.) 2. υπάρχω, υφίσταμαι πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο (α. «το αμάρτημα προϋπήρξε … Dictionary of Greek
προϋπάρχω — προϋπήρξα, υπάρχω από πριν ή πριν από άλλον: Μεταξύ των δύο λαών προϋπήρχαν διαφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προυπαργμένα — προυπάρχω take the initiative in perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) προυπαργμένᾱ , προυπάρχω take the initiative in perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) προυπαργμένᾱ , προυπάρχω take the initiative in perf part mp fem nom/voc sg (do … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπηργμένα — προυπάρχω take the initiative in perf part mp neut nom/voc/acc pl προυπηργμένᾱ , προυπάρχω take the initiative in perf part mp fem nom/voc/acc dual προυπηργμένᾱ , προυπάρχω take the initiative in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπάρξαι — προυπάρχω take the initiative in perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) προυπάρξαι , προυπάρχω take the initiative in aor inf act προυπάρξαῑ , προυπάρχω take the initiative in aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπάρξει — προυπάρχω take the initiative in aor subj act 3rd sg (epic) προυπάρξει , προυπάρχω take the initiative in fut ind mid 2nd sg προυπάρξει , προυπάρχω take the initiative in fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπάρξῃ — προυπάρχω take the initiative in aor subj mid 2nd sg προυπάρξῃ , προυπάρχω take the initiative in aor subj act 3rd sg προυπάρξῃ , προυπάρχω take the initiative in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπάρχομεν — προυπά̱ρχομεν , προυπάρχω take the initiative in imperf ind act 1st pl (doric aeolic) προυπάρχομεν , προυπάρχω take the initiative in pres ind act 1st pl προυπάρχομεν , προυπάρχω take the initiative in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπάρχῃ — προυπάρχω take the initiative in pres subj mp 2nd sg προυπάρχῃ , προυπάρχω take the initiative in pres ind mp 2nd sg προυπάρχῃ , προυπάρχω take the initiative in pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπῆρχε — προυπάρχω take the initiative in perf imperat act 2nd sg προυπῆρχε , προυπάρχω take the initiative in perf ind act 3rd sg προυπῆρχε , προυπάρχω take the initiative in imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)