-
1 προϋπολογισμός
[проипологизмос] ουσ. а. предварительный, подсчет, расчет, (οικον.) бюджетΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προϋπολογισμός
-
2 смета
-ы θ.προύπολογισμός•смета расходов προύπολογισμός εξόδων•
смета приходов προύπολογισμός εσόδων•
составить -у φτιάχνω προύπολογισμό.
εκφρ.- ы нет – άφθονα, χωρίς λογαριασμό, απεριόριστα, ανυπολόγιστα. -
3 бюджет
-
4 бюджет
бюджетм ὁ προϋπολογισμός:государственный (годовой) \бюджет ὁ κρατικός (ό ἐτήσιος) προϋπολογισμός. -
5 бюджет
-а α.προύπολογισμός•государственный бюджет ο κρατικός προύπολογισμός.
-
6 предвычисление
(мат., нвг) о προϋπολογισμός, οι προμετρήσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предвычисление
-
7 проект
1. (совокупность технической документации, разработанный план) η μελέτ/η, το σχεδιογράφημα 2. (предварительный план, черновой вариант) το προσχέδι/ο, η προμελέτηрабочий - (здания сооружения) το σύνολο κατασκευαστικών σχεδίων και μελετών3. (план, замысел) το σχέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проект
-
8 просчёт
1. (ошибка) το λάθος, το σφάλμα 2. (пробный расчёт или решение) о προϋπολογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просчёт
-
9 расчет
расчетм \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη. -
10 смета
смет||аж ὁ προϋπολογισμός:составлять \сметау κάνω προϋπολογισμό. -
11 бюджет
[μπγιουντζέτ] ουσ. α. προϋπολογισμός -
12 смета
[σμιέτα] ουσ. θ. προϋπολογισμός -
13 бюджет
[μπγιουντζέτ] ουσ α προϋπολογισμός -
14 смета
[σμιέτα] ουσ θ προϋπολογισμός -
15 бездефицитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно;ο χωρίς έλλειμμα•бездефицитный бюджет προύπολογισμός χωρίς έλλειμμα.
-
16 государственный
επ.κρατικός•государственный строй το κρατικό σύστημα•
государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•
государственный герб το κρατικό έμβλημα•
-ая граница κρατικά σύνορα•
государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•
государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•
-ая таина κρατικό μυστικό•
-бюджет κρατικός προύπολογισμός•
-ые учреждения κρατικά ιδρύματα•
государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•
государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•
государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.
|| δημόσιος•-ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.
εκφρ.- ое право – κρατικό δίκαιο•- ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις.
См. также в других словарях:
προϋπολογισμός — ο, Ν 1. ο υπολογισμός εκ τών προτέρων 2. η προβλεπόμενη δαπάνη για κάποιο έργο 3. (οικον.) η αριθμητική έκφραση τού οικονομικού προγράμματος μιας οικονομικής μονάδας, λ.χ. μιας οικογένειας, μιας επιχείρησης, ενός κράτους, ο προσδιορισμός τών… … Dictionary of Greek
προϋπολογισμός — ο 1. η πράξη του προϋπολογίζω, ο υπολογισμός από πριν. 2. πίνακας εσόδων και εξόδων για το μέλλον: Ο κρατικός προϋπολογισμός κατατέθηκε στη Βουλή για ψήφιση. 3. το σύνολο των εσόδων και εξόδων οικογένειας: Ο προϋπολογισμός μας δεν αντέχει σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
δημόσιες δαπάνες — Τα ποσά που δαπανά το κράτος στα πλαίσια της δημοσιονομικής του δραστηριότητας για την υλοποίηση των σκοπών του. Τα ποσά αυτά αποκτώνται κυρίως από τους φόρους που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες. Για τη συμπλήρωσή τους ανατρέχει και σε άλλες… … Dictionary of Greek
ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
ανισοσκελής — (ούς,) ές (Α ἀνισοσκελής) αυτός που έχει άνισα σκέλη νεοελλ. φρ. 1. «ανισοσκελές τρίγωνο» τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος 2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα … Dictionary of Greek
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
προϋπολογιστικός — ή, ό, Ν [προϋπολογισμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προϋπολογισμό 2. φρ. α) «προϋπολογιστικό κόστος» κόστος που προκύπτει κατά προσέγγιση ως προς τις δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την εκτέλεση ενός έργου β) «προϋπολογιστικός… … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek