Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προϋποθέτω

См. также в других словарях:

  • προϋποθέτω — Ν 1. υποθέτω εκ τών προτέρων κάτι, θεωρώ κάτι ως δεδομένο 2. εξαρτώμαι από μια προϋπόθεση, από έναν όρο («η εκτέλεση τού έργου προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προϋποτίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Θ. Φαρμακίδη] …   Dictionary of Greek

  • προϋποθέτω — προϋπέθεσα 1. υποθέτω κάτι από πριν, παίρνω κάτι ως δεδομένο. 2. εξαρτώμαι από ορισμένο όρο: Η κάθε επιτυχία προϋποθέτει σοβαρή δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • προϋπόθεση — η, Ν 1. ό,τι προϋποτίθεται, ό,τι θεωρείται εκ τών προτέρων ως δεδομένο για να στηριχθεί επιχείρημα, να συναχθεί συμπέρασμα ή να επιτευχθεί συμφωνία 2. όρος από τον οποίο εξαρτάται κάτι («θα σού στείλω το δέμα με την προϋπόθεση ότι θα βρεις μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»