-
1 προϊστάμενος
προϊστάμενος ο1) настоятель:ο προϊστάμενος της ενορίας — настоятель прихода;
2) член игуменского советаЭтим.< дргр. προϊσταμαι «ставить впереди»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προϊστάμενος
-
2 προιστάμενος
προιστάμενος, προίστημιset before: pres part mp masc nom sg -
3 προϊστάμενος
ένη, ο[ν] 1.1) стоящий во главе; вышестоящий; 2) старший;η προϊστάμενοςένη αδελφή — старшая сестра;
2. (о, η) глава, начальник, -ца; командир, руководитель, -ница; старш|ий, -ая;προϊστάμενος της συνελεύσεως — председатель собрания
-
4 προϊστάμενος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προϊστάμενος
-
5 προϊστάμενος
[проистамэнос]εκ. / ουσ. а начальник, заведующий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προϊστάμενος
-
6 προϊστάμενος
[проистамэнос] επ /ουσ α начальник, заведующий. -
7 amir
προϊστάμενος, ετακεφαλής -
8 заведующий
ο διευθυντής, ο διαχειριστής, о υπεύθυνος, ο προϊστάμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заведующий
-
9 председатель
председатель м в рази. знач. о πρόεδρος* ο προϊστάμενος (тк. учреждения)* * *м в разн. знач.ο πρόεδρος; ο προϊστάμενος (тк. учреждения) -
10 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
11 шеф
-
12 начальник
начальни||км ὁ προϊστάμενος, ὁ διευθυντής:\начальник отдела ὁ τμηματάρχης· \начальник гарнизона ὁ φρούραρχος· \начальник штаба ὁ ἐπιτε-λάρχης· \начальник станции ὁ σταθμάρχης· он мой \начальник εἶναι προϊστάμενος μου. -
13 начальство
-а ουδ.οι διοικητές, οι προϊστάμενοι, η διοίκηση, η προϊσταμένη αρχή, η διεύθυνση•тюремное начальство η διεύθυνση της φυλακής•
собралось всё начальство συγκεντρώθηκαν όλοι οι διοικητές.
|| προϊστάμενος•он был моим -ом αυτός ήταν προϊστάμενος μου.
βλ. начальствование.εκφρ.по -у доносить – αναφέρω στην προϊσταμένη αρχή ή στον προϊστάμενο. -
14 председатель
-я α.πρόεδρος προϊστάμενος•председатель колхоза πρόεδρος του κολχόζ•
председатель совета министров πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου•
председатель президиума Верховного Совета СССР πρόεδρος του προεδρείου Ανώτατου συμβουλίου της ΕΣΣΔ•
председатель собрания προϊστάμενος της συνέλευσης.
-
15 προί̈στημι
προί̈στημι (Hom.+; ins, pap, LXX, TestJos 2:6; Joseph.; Just.; Mel., P. 42, 288 [Bo.]: ‘come forward’) in our lit. only intr.; pres. and impf. mid.; also 2 aor. inf. προστῆναι; pf. 3 pl. προεστήκασιν 4 Macc 11:27, προεστᾶσιν Dg 5:3, ptc. προεστηκώς LXX, προεστώς Pr 26:17; 1 Ti 5:17 (also Just.). By-form προιστανόμενος Ro 12:8 v.l.; 1 Th 5:12 v.l. (s. B-D-F 93, 1).① to exercise a position of leadership, rule, direct, be at the head (of), w. gen. of pers. or thing (Hdt., Thu. et al.; ins, pap; Am 6:10; 1 Macc 5:19), manage, conduct τοῦ ἰδίου οἴκου 1 Ti 3:4f. τέκνων, οἴκων vs. 12. Of officials and administrators in congregations (cp. Diod S 40, 3, 4 of suitable men δυνησομένους τοῦ σύμπαντος ἔθνους [=τῶν Ἰουδαίων] προί̈στασθαι; Jos., Ant. 8, 300 πρ. τοῦ πλήθους, Vi. 168). So perh. (s. 2 below) οἱ προϊστάμενοι ὑμῶν 1 Th 5:12 and the abs. ὁ προϊστάμενος (cp. Jos., Vi. 93) Ro 12:8 (s. 2 below). Certainly οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι 1 Ti 5:17 (s. Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 28 p. 414, 2 Jac. τοῦ κοινοῦ προεστῶτες; Plut., Mor. 304a οἱ προεστῶτες τῆς πολιτείας; Just., A I, 65, 3 al.). οἱ πρεσβύτεροι οἱ προϊστάμενοι τῆς ἐκκλησίας Hv 2, 4, 3.—HGreeven, ZNW 44, ’52/53, 31–41.② to have an interest in, show concern for, care for, give aid (Demosth. 4, 46; Epict. 3, 24, 3; PFay 13, 5; PTebt 326, 11 τοῦ παιδίου; BGU 1105, 6; EpArist 182; Jos., Ant. 14, 196 τ. ἀδικουμένων) w. gen. δόγματος ἀνθρωπίνου Dg 5:3 (for the sense ‘to champion’ someth. s. Aeschin. 2, 161 peace). So perh. (s. 1) οἱ προϊστάμενοι ὑμῶν (betw. κοπιῶντες and νουθετοῦντες) 1 Th 5:12 and ὁ προϊστάμενος (betw. μεταδιδούς and ἐλεῶν) Ro 12:8 (s. vDobschütz on 1 Th 5:12 and the exc. after 5:13; against him vHarnack, ZNW 27, 1928, 7–10). Busy oneself with, engage in w. gen. (Soph., Elect. 980 φόνου; Athen. 13, 612a τέχνης; Ep. 53 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 358, 8] προϊστάμενοι φιλοσοφίας; Pr 26:17; Jos., Ant. 5, 90; ins freq. of public service, e.g. IPriene 50, 14f) καλῶν ἔργων Tit 3:8, 14 (cp. SIG 593, 5f προεστηκότες τοῦ ἐνδόξου, as indication of exceptional merit).—M-M. TW. -
16 начальник
ο προϊστάμενοςο διοικητής. - смены - της βάρδιας/φυλακήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > начальник
-
17 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
18 вышестоящий
выше||стоящийприл ἀνώτερος, προϊστάμενος, -
19 патрон
патрон Iм ὁ πάτρων [-ωνας], ὁ προστάτης (покровитель)/ ὁ προϊστάμενος, τό ἀφεντικό (хозяин предприятия).патрон IIм1. воен. τό φυσίγγι[ον]:боевой (холостой) \патрон τό ἐνσφαιρο (άσφαιρο) φυσίγγι·2. тех. ὁ τρυπανοῦχος·3. 9Λ. ἡ ντούγια·4. (выкройка) τό ©χνάρι. -
20 председатель
председательм ὁ πρόεδρος:\председатель колхоза ὁ πρόεδρος τοῦ κολχόζ· \председатель собрания ὁ προϊστάμενος τής συνέλευσης.
См. также в других словарях:
προϊστάμενος — προϊστάμενος, ο θηλ. μένη αυτός που είναι αρχηγός, επικεφαλής, διευθυντής, αυτός που προΐσταται: Προϊστάμενος κάποιας υπηρεσίας. – Προϊσταμένη μιας κλινικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προιστάμενος — προίστημι set before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϊστάμενος — ο, θηλ. προϊσταμένη, Ν βλ. προΐστημι … Dictionary of Greek
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
πραίτωρ — Όνομα που στην κλασική ρωμαϊκή εποχή δήλωνε τον άρχοντα στον οποίο είχε ανατεθεί η διεύθυνση της Δικαιοσύνης. Στην περίοδο της Δημοκρατίας οι π., πάντοτε δύο, ήταν η ανώτατη κρατική αρχή με στρατιωτικές και δικαστικές εξουσίες. Αργότερα, το 367 π … Dictionary of Greek
προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… … Dictionary of Greek
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
Παμφυλιάρχης — Παμφυλιάρχης, ὁ (Α) ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος τού επαρχιακού συμβουλίου τής Παμφυλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παμφυλία + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek