-
1 prononciation
προφορά -
2 akcent
προφορά -
3 výslovnost
προφορά -
4 wymowa
προφορά -
5 söyleyiş
προφορά, άρθρωση -
6 telaffüz
προφορά, άρθρωση, εκφορά του λάγου -
7 произношение
-я ουδ.προφορά•местное произношение τοπική προφορά•
хорошее произношение καλή προφορά•
произношение гласных προφορά φωνηέντων•
русское произношение ρωσική προφορά•
греческое произношение ελληνική προφορά.
-
8 произношение
произношение с η προφορά· хорошее (плохое) \произношение η καλή ( άσχημη) προφορά* * *сη προφοράхоро́шее (плохо́е) произноше́ние — η καλή (άσχημη) προφορά
-
9 акцент
акцент м (произношение) η προφορά◇ делать \акцент на... υπογραμμίζω, τονίζω* * *м( произношение) η προφορά••де́лать акце́нт на... — υπογραμμίζω, τονίζω
-
10 выговор
выговор м 1) (произношение ) η προφορά 2) (порицание) η παρατήρηση, η επί πληξη* * *м1) ( произношение) η προφορά2) ( порицание) η παρατήρηση, η επίπληξη -
11 акцент
акцентм ἡ προφορά:говорить с \акцентом μιλώ μέ ξένη προφορά; ◊ де́лать \акцент на чем-л. τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω. -
12 выговор
выговорм1. (произношение) ἡ προφορά:чистый \выговор ἡ καθαρή προφορά·2. (порицание) ἡ μομφή, ἡ ἐπιτίμηση [-ις], ἡ ἐπίπληξη:строгий \выговор ἡ αὐστηρή μομφή· сделать \выговор κάνω (или προσάπτω) μομφή· получить \выговор τιμωρούμαι μέ μομφή. -
13 нечистый
нечи́ст||ый1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:\нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:\нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·3. прил (нечестный) ἀτιμος:\нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ. -
14 произношение
произношениес ἡ προφορά:правильное \произношение ἡ σωστή προφορά. -
15 акцент
-а α.1. ο τόνος της λέξης. || το σημείο του τονισμού, ο τόνος.2. προφορά ιδιάζουσα, γλωσσική απόχρωση•говорить по-русски с греческим -ом μιλώ ρωσικά με ελληνική προφορά.
εκφρ.делать акцент на чем – τονίζω, υπογραμμίζω κάτι. -
16 речь
-и, πλθ. речи-и θ.1. λόγος, ομιλία•органы -и τα όργανα του λόγου•
развитие -и ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)•
устная речь προφορικός λόγος•
письменная речь γραπτός λόγος.
2. προφορά, γλώσσα•изысканная, речь περίτεχνη γλώσσα•
отчтливая речь καθαρή ομιλία ή προφορά.
3. ύφος, στυλ•стихотворная речь ο ποιητικός λόγος.
4. κουβέντα•речь идёт γίνεται λόγος•
речь шла γίνονταν λόγος•
об этом и -и нет γι αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λόγος (δε γίνεται)•
опять он завл речь о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι αυτήν.
5. αγόρευση•речь прокурора η αγόρευση του εισαγγελέα•
защитительная речь η αγόρευση της υπεράσπισης.
-
17 шиканье
-я ουδ.1. φώνασμα ή προφορά σιού (για πρόγκισμα πτηνών).2. προφορά σσσ... ή σουτ (για να γίνει ησυχία).3. σφύριγμα αποδοκιμαστικό. -
18 акцент
1. лингв. о τόνος, ο τονισμόςделать - (на чем-л.) τονίζω (κάτι)2. (особый характер произношения) η προφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцент
-
19 выговор
1. (характер произношения звуков) η προφορά 2. (порицание) η επίπληξη, η μομφή, ο ψόγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выговор
-
20 произношение
η προφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произношение
См. также в других словарях:
προφορά — προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc/acc dual προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορᾷ — προφορά pronunciation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… … Dictionary of Greek
προφορά — η η ενέργεια του προφέρω, η άρθρωση, ο τρόπος που προφέρει κανείς: Έχει ξενική προφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφοράν — προφορά̱ν , προφορά pronunciation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοράς — προφορά̱ς , προφορά pronunciation fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοραῖς — προφορά pronunciation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοραί — προφορά pronunciation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορᾶς — προφορά pronunciation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορῶν — προφορά pronunciation fem gen pl προφορέομαι carry on the web by passing the weft to and fro pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek