-
1 προφητεύω
[профитэво] р. пророчествовать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προφητεύω
-
2 предсказать
предсказать, предсказывать προλέγω, προφητεύω, προμαντεύω* * *= предсказыватьπρολέγω, προφητεύω, προμαντεύω -
3 вещать
веща||тьнесов1. (прорицать) προφητεύω, χρησμοδοτώ, προλέγω·2. радио ἐκπέμπω, μεταδίδω ἀπό τό ραδιοσταθμό. -
4 прорицать
прорица||тьнесов προφητεύω, προλέγω, μαντεύω. -
5 пророчествовать
пророч||ествоватьнесов προφητεύω. -
6 прорицать
[πραριτσάτ'] ρ. προφητεύω -
7 прорицать
[πραριτσάτ'] ρ προφητεύω -
8 вещать
ρ.δ.μ. κ. αμ. παλ.1. προφητεύω, προλέγω, προαναγγέλλω.2. λέγω με στόμφο, με πομπώδες υφός, φθέγγομαι. -
9 волховать
-хвую, -хвуешьρ.δ.προφητεύω, μαντεύω, προλέγω. -
10 каркать
ρ.δ.1. κρώζω.2. μτφ. προλέγω,προφητεύω κακό, κακομελετώ,προοιωνίζομαι κακό. -
11 нагадать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Ηβ•нагадать гаданный, βρ: -дан, -а, -о
ρ.σ.μ. προμα,ντεύω, προλέγω, προφητεύω. -
12 предвозвестишь
ρ.σ.μ. παλ. προλέγω,προφητεύω. -
13 провещать
ρ.σ.1. λέγω, μιλώ.2. προλέγω, προφητεύω μαντεύω. -
14 провозвестить
-ещу, -естишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провозвещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. (υψηλό ύφος).1. προφητεύω,προλέγω.2. διακηρύττω, διαγορεύω προκηρύσσω. -
15 пророчествовать
-ствуго, -ствуешьρ.δ. προφητεύω• χρησμοδοτώ. -
16 пророчить
-чу, -чшпьρ.δ.μ. προφητεύω, προλέγω• προμαντεύω.
См. также в других словарях:
προφητεύω — to be a pres subj act 1st sg προφητεύω to be a pres ind act 1st sg προφητεύω to be a pres subj act 1st sg προφητεύω to be a pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύω — προφητεύω, προφήτεψα και προφήτευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… … Dictionary of Greek
προφητεύω — προφήτεψα, είμαι προφήτης, προλέγω, προμαντεύω τα μέλλοντα, προβλέπω: Το θέλαν επροφήτεψε, δίχως να το κατέχει (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφητεύετε — προφητεύω to be a pres imperat act 2nd pl προφητεύω to be a pres ind act 2nd pl προφητεύω to be a pres imperat act 2nd pl προφητεύω to be a pres ind act 2nd pl προφητεύω to be a imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) προφητεύω to be a imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύσει — προφητεύω to be a aor subj act 3rd sg (epic) προφητεύω to be a fut ind mid 2nd sg προφητεύω to be a fut ind act 3rd sg προφητεύω to be a aor subj act 3rd sg (epic) προφητεύω to be a fut ind mid 2nd sg προφητεύω to be a fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύσουσι — προφητεύω to be a aor subj act 3rd pl (epic) προφητεύω to be a fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προφητεύω to be a fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προφητεύω to be a aor subj act 3rd pl (epic) προφητεύω to be a fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύσουσιν — προφητεύω to be a aor subj act 3rd pl (epic) προφητεύω to be a fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προφητεύω to be a fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προφητεύω to be a aor subj act 3rd pl (epic) προφητεύω to be a fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύσω — προφητεύω to be a aor subj act 1st sg προφητεύω to be a fut ind act 1st sg προφητεύω to be a aor subj act 1st sg προφητεύω to be a fut ind act 1st sg προφητεύω to be a aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προφητεύω to be a aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύσῃ — προφητεύω to be a aor subj mid 2nd sg προφητεύω to be a aor subj act 3rd sg προφητεύω to be a fut ind mid 2nd sg προφητεύω to be a aor subj mid 2nd sg προφητεύω to be a aor subj act 3rd sg προφητεύω to be a fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεύῃ — προφητεύω to be a pres subj mp 2nd sg προφητεύω to be a pres ind mp 2nd sg προφητεύω to be a pres subj act 3rd sg προφητεύω to be a pres subj mp 2nd sg προφητεύω to be a pres ind mp 2nd sg προφητεύω to be a pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)