-
1 προσαδω
(fut. προσᾴσομαι - дор. ποταείσομαι, aor. προσῇσα)1) обращаться с песней(τινί Theocr.)
2) сопровождать пением, петьπ. Μορσίμου τραγῳδίαν Arph. — петь (партию хора) в трагедии Морсима
3) соглашаться(προσᾴδετέ μοι, ὥστε γιγνώσκειν ὅτι ταῦτ΄ ἐξ Ἀτρειδῶν ἔργα Soph.)
4) согласоваться с действительностью, быть вернымἐάν τι δοκῶσι π. Plat. — (уступить их доводам), если они покажутся дельными
См. также в других словарях:
προσάδω — Α 1. τραγουδώ προς κάποιον 2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί 3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον 4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ᾄδω… … Dictionary of Greek