-
1 ἕρπω
Grammatical information: v.Meaning: `crawl, slink, go on all four', Dor. also `go' in gen. (Il.).Compounds: very often with prefix, e. g. ἀν-, εἰσ-, ἐξ-, ἐφ-, προσ-. As 1. member in ἑρπ-άκανθα = ἄκανθος (Ps.-Dsc.).Derivatives: εΏρπετόν n. `animal that goes, crawls on all fours' as opposed to birds ( πετεινά) and men (Ion.-Att., δ 418; Aeol. ὄρπετον with zero grade, cf. below; on the formation Schwyzer 502, Chantraine Formation 299); ἕρπης, - ητος m. `shingles(?)' (Hp.; Schwyzer 499, Chantraine 267), ἑρπήν, - ῆνος m. `id.' (Ph.; after λειχήν a. o.; also ἑρπήνη EM) with ἑρπηνώδης (Ph.); ἕρπηλα a shell-fish (Ath.; form uncertain); ἑρπηδών, - όνος f. `crawling' (Nic.; Chantraine 360f.); ἑρπηστής `crawling animals' (Nic., AP; rare like τευχηστής a. o.; Chantraine 317); - ἕρπυλλος m. f. `tufted thyme' (Com.; after it Lat. serpullum) with ἑρπύλλ-ιον, - άριον `id.' and ἑρπυλλίς `grasshopper' (H.; cf. Strömberg Wortstudien 17); uncertain ἑρπυξή (Dsc. 3, 69; after πύξος?; Strömberg Pflanzennamen 111). - ἕρψις `crawling' (Pl., Arist.). - An expressive enlargement is ἑρπύζω `crawl' (Il.; cf. Schwyzer 736, Chantraine Gramm. hom. 1, 336), to which belongs the Attic aorist ἑρπύσαι (after ἐρύσαι, ἑλκύσαι?); from there ἑρπυστικός (Hp., Arist.) and rare and late ἕρπυσις, - υσμός, - υστήρ, - υστής, - υστάζω. - On ὅρπηξ `sprout, twig' s. v.Etymology: ἕρπω is identical with Skt. sárpati `id.', Lat. serpō `id.'. The zero grade in Aeol. ὄρπετον also in the Skt. thematic root aorist á-sr̥p-at. Several languages have derived indications of the snake: Skt. sarpá- m., Lat. serpens, Alb. gjarpër. - On meaning and spread of ἕρπω Bloch Suppl. Verba 71ff. Details in W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. serpō.Page in Frisk: 1,565-566Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕρπω
-
2 προσερπω
дор. ποθέρπω1) подползать, приползатьτουτὴ τί ἦν τὸ προσέρπον ; Arph. — что это такое ползет сюда?;
τοὔργον δόλῳ προσέρπον Soph. — тайные козни2) (тж. π. ἐγγύς Soph.) подходить, приближаться(τύμβου ἆσσον Soph.; αἱ προσέρπουσαι τύχαι Aesch.)
τὸ προσέρπον Aesch. — наступающие события, ближайшее будущее;π. τινί Soph. — приближаться, перен. угрожать кому-л.
См. также в других словарях:
υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
χαμερπής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής 2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος» 2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος β) εκκλ. εγκόσμιος. επίρρ... χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ … Dictionary of Greek