-
1 προσμυθευω
См. также в других словарях:
μυθεύω — (ΑΜ) [μύθος] διηγούμαι ψεύτικη, πλαστή ιστορία αρχ. 1. λέγω, ομιλώ 2. (το παθ. στο γ εν. πρόσ.) μυθεύεται γίνεται λόγος για κάποιον ή για κάτι … Dictionary of Greek
1 προσμυθευω
μυθεύω — (ΑΜ) [μύθος] διηγούμαι ψεύτικη, πλαστή ιστορία αρχ. 1. λέγω, ομιλώ 2. (το παθ. στο γ εν. πρόσ.) μυθεύεται γίνεται λόγος για κάποιον ή για κάτι … Dictionary of Greek