Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσώπατα

См. также в других словарях:

  • προσώπατα — τα, ΝΑ βλ. πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • προσώπατα — πρόσωπον face neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • ακροκεράματα — τα πλάκες που τοποθετούνται κάτω από τα κεραμίδια στις άκρες τής εξωτερικής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουσ. κεράμι παρεκτεταμένος τ. αντί ακροκέραμα, αναλογικά προς λ. όπως: αλόγατα, προσώπατα κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»