-
1 προσωπατα
τά (dat. προσώπασι) эп. pl. к πρόσωπον -
2 προσώπατα
πρόσωπονface: neut nom /voc /acc pl -
3 προσώπατα
A v. πρόσωπον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσώπατα
-
4 ἀ-μβρόσιος
ἀ-μβρόσιος, α, ον ( adject. zu ἄμβροτος, entst. aus ἈΜΒΡΌΤΙΟΣ), den Unsterblichen ( ἀμβρότοις) gehörig, unsterblich, ambrosisch; ἀμβρ. ἑανός der Hera Iliad. 14, 178, der Artemis 21, 507, πέπλος der Aphrodite 5, 338, τέδιλα des Hermes Iliad. 24, 341 Od. 5, 45, der Athene Od. 1, 97, χαῖται des Zeus Iliad. 1, 529, πλόκαμοι der Hera 14, 177, ἀμβρ. εἶδαρ fressen die Pferde des Poseidon 13, 35, des Ares 5, 369, ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν stehen die Pferde der Hera 8. 434; Hera salbt sich 14, 172 λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεϑυωμένον ἦεν; 23. 187 vom Hektor κύνας μὲν ἄλαλκε Ἀφροδίτη, ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ; Od. 18, 193 schmückt Athene die Penelope, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάϑηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐυστέφανος Κυϑέρεια χρίεται; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 172 ἡ διπλῆ, ὅτι μύρον μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεϑυμιαμένον δὲ ἔλαιον τὸ μύρον λέγει, ὥστε εἰδέναι μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ ὄνομα μή. λέγει δέ που καὶ »ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ (23. 186)« καὶ »κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα (Od. 18, 192)« μύρου τι γένος ὀνοματοποιήσας; ders. 23, 186 ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ: ἡ διπλῆ, ὅτι μύρου τὴν μὲν ὀνομασίανἀγνοεῖ, την δὲ σκευασίαν οἶδεν· τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῠν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν; Scholl. Od. 18, 192 κάλλεϊ: νῠν τὰ μύρα; – ἀμβροσίη νύξ Iliad. 2, 57. 10, 41. 142. 18, 268. 24, 363 Od. 4, 429. 574. 7, 283. 9, 404. 15, 8, vgl. ἄβροτος; – ἀμβρόσιος ὕπνος Iliad. 2, 19; – Eurip. hat ἀμβρόσιος statt des fem. Med. 983 ἀμβρόσιος αὐγά; Hym. Merc. 230 heißt Maja νύμφη ἀμβροσίη; ἀμβροσίη μολπή, der Gesang der Musen, Hes. Th. 67; ἀμβροσίη ὄψ H. h. 27, 18; ἀμβρόσια ἔπεα Pind. P. 4, 299; Ἀφροδίτας φιλότατες ἀμβρόσιαι N. 8, 1. Bei Sp. = groß u. schön.
-
5 προσωπον
τό (эп. pl. тж. προσώπατα - dat. προσώπασι)1)(Hom. преимущ., Trag. часто pl.) лицо, облик (εἰς π. βλέπειν Eur.; βλέπειν τινὰ π. πρὸς π. NT.)
ἥ κατὰ π. ἔντευξις Plut. — личная встреча, разговор наедине;οὐ λαμβάνειν π. NT. = οὐ προσωποληπτεῖν;τὸ π. στηρίζειν NT. — принимать решение, решать(ся)2) ( у животных) лицевая часть головы, т.е. морда3) воен. фронтκατὰ π. ἄγειν Polyb. — наступать фронтом;
ἥ κατὰ π. τάξις Xen. — фронтальное построение (фронтом к противнику)5) лицо, личность(τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Polyb.)
οὐ τὸ σὸν π. δείσας Soph. — не страшась тебя6) действующее лицо(τὰ τοῦ δράματος πρόσωπα Trag. etc.)
7) обличье, внешний вид (блеск) Pind.8) грам. лицо9) лицо, поверхность(ἐπὴ π. πάσης τῆς γῆς NT.)
-
6 κάλλος
A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; ;κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237
;περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer. 276
: in a concrete sense, as though external to the body,κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192
: freq. i<*> Trag. and Prose,γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμω A.Pers. 185
;κ. σώματος Democr.105
; opp. αἶσχος, Pl.Smp. 201a: in a general sense,τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36
;Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144
, cf. Pl.Chrm. 157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17];ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R. 444d
; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg. 475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El. 1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr. 1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1;ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33
; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti. 112e.2 concrete, of persons,κ. κακῶν ὕπουλον S.OT 1396
; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty,τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7
;Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8
(nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1
, cf. Im.2.3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs,ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν A.Ag. 923
; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd. 110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
;μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti. 115d
, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); ; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. -
7 πρόσωπον
Aπροσώπατα Od.18.192
, AP5.230 (Maced.), Opp.C.1.419, etc.; dat.προσώπασι Il.7.212
: a masc. nom. πρόσωπος is cited from Pl.Com.250:— face, countenance (cf. μέτωπον), Hom., always in pl., even of a single person, Il.7.212, 18.414, Od.19.361, al. (exc. Il.18.24), and so in Hes. Op. 594 (v.l. -πον), S.Fr.871.6(v.infr.), El. 1277(lyr.), OC 314, X.An. 2.6.11(dub.), AP9.322 (Leon.): sg. in h.Hom.10.2,31.12, and usu. in later writers;π. κλιθὲν προσώπῳ Simon.37.12
;εἰς π. βλέπειν E. Hipp. 280
; ἐς π. τινὸς ἀφικέσθαι come before him, ib. 720;π. πρός τινα στρέφειν Id.Ph. 457
;οὐκ ὄψεσθε τὸ π. μου LXXGe.43.3
, cf. UPZ 70.5 (ii B.C.); κατὰ πρόσωπον in front, facing, Th.1.106, X.Cyr.1.6.43, etc.; τὴν κατὰ π. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ib.6.3.35; κατὰ π. Αἰγύπτου facing, fronting Egypt, LXX Ge.25.18; opp. κατὰ νώτου, Plb. 1.28.9; κατὰ π. ἄγειν, opp. κατὰ κέρας ὑπεραίρειν, Id.11.14.6, etc.; κατὰ π. in person,ἡ κατὰ π. ἔντευξις Plu.Caes.17
; κατὰ π. παραμυθήσασθαι, opp. διὰ τοῦ ψαφίσματος, IG42(1).86.22 (Epid.); soκατὰ πρόσωπα Eudox. Ars11.21
; also πρὸς τὸ π. X.Cyn.10.9; ἐπὶ προσώπου Ἰεριχώ in front of Jericho, LXX De.34.1;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
;ἀπὸ π. τῆς γῆς LXXAm.9.8
; βλέπειν εἰς π. τινός regard his countenance, Ev.Matt.22.16: usu. of the face of man or God, asλειτουργῶν τῷ π. Κυρίου LXX 1 Ki.2.11
; οἱ ἄρτοι τοῦ π., of shewbread, ib.21.6: of the ibis, Hdt.2.76; of dogs,ἀπὸ τῶν π. φαιδραί X.Cyn.4.2
; of horses, Arist.HA 631a5; of deer, ib. 579a2; of fish, Anaxandr. 30,33.16; face of the moon, S.Fr.871.6 (pl.), Plu.2.920b: metaph.,ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα.. ἀοιδαί Pi.I.2.8
.2 front, façade, Id.P.6.14, cf. E. Ion 189 (lyr., pl.); κατὰ π. τοῦ ἱεροῦ, τῆς νεώς, PPetr.3p.2 (iii B.C.), Ach.Tat.3.1,2;τιθέναι τὰς φιάλας ἐπὶ πρόσωπον Asclep.Myrl.
ap.Ath.11.501d.II one's look, countenance, A.Ag. 639, 794 (anap., pl.), Eu. 990 (anap., pl.), etc.; οὐ τὸ σὸν δείσας π. S.OT 448: metaph.,φαίνοισα π. Ἀλάθεια Pi.N.5.17
.2 Astrol., decan considered as the domain of a planet, ἐν ἰδίοις π. Vett.Val.62.21, Paul. Al.C.2.III = προσωπεῖον, mask, D.19.287 (- εῖον is v.l.), Arist. Po. 1449a36, b4, Pr. 958a17, Dsc.3.144 (v.l.), Poll.2.47;π. ὑπάργυρον κατάχρυσον IG12.276.6
, cf. 42(1).102.58,68 (Epid., iv B.C.), Clara Rhodos 6/7.428; ὀθόνινον π. prob. in Pl.Com.142;π. περίθετον Aristomen.5
; of the Roman imagines, Plb.6.53.5; bust or portrait, Sammelb.5221, OGI432.1 (Naksh-i-Rustam, iii A.D.).2 dramatic part, character, Phld.Rh.1.199S., Arr.Epict.1.29.45 and 57; κωφὸν π. Cic.Att.13.19.3; character in a book, τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ π. Plb.8.11.5; τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Id.12.27.10, cf. Phld.Po.5.32; also ἀστοχεῖν τοῦ π., of an author, Callisth.44J.;ἐπὶ προσχήματι καὶ π. δικαστῶν Ael.Fr. 168
.IV person, Phld.Rh.1.52S. (pl.);ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ps.-Phoc.10
; προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ in person, in bodily presence, 1 Ep.Thess.2.17, cf. 2 Ep.Cor.5.12; ποιεῖν or πληροῦν τὸ π. τινός to represent a person, PRein.56.30 (iv A.D.), Sammelb. 6000ii 12 (vi A.D.); λαμβάνειν π. τινός admit a person to one's presence,εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου LXXMa.1.8
; hence, = προσωποληπτεῖν, Ev.Luc.20.21, Ep.Gal.2.6; μὴ ἀποστρέψῃς τὸ π. μου, i.e. do not reject my prayer, LXX 3 Ki.2.20; θαυμάσαι π. ἀσεβοῦς ib.Pr.18.5; ὁ θεὸς ὁ μέγας.., ὅστις οὐ θαυμάζει π. οὐδὲ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον ib.De.10.17.3 Gramm., person, D.T.638.4,A.D.Pron.3.12, etc.; γυναικεῖα π. Alex.Trall.2.4 π. πόλεως a feature of the city, of a person, Cic.Fam.15.17.2.5 f.l.in Zeno Stoic.1.23 (cf.Nicol.Prog.p.4 F.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσωπον
-
8 πρόςωπον
πρός - ωπον (ὤψ), pl. πρόσωπα and προσώπατα: face, visage, countenance, usually pl.; sing., Il. 18.24.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόςωπον
См. также в других словарях:
προσώπατα — τα, ΝΑ βλ. πρόσωπο … Dictionary of Greek
προσώπατα — πρόσωπον face neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ακροκεράματα — τα πλάκες που τοποθετούνται κάτω από τα κεραμίδια στις άκρες τής εξωτερικής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουσ. κεράμι παρεκτεταμένος τ. αντί ακροκέραμα, αναλογικά προς λ. όπως: αλόγατα, προσώπατα κ.λπ.] … Dictionary of Greek