-
1 προσον
τό [πρόσειμι I] излишек, избыток Dem. -
2 προσόν
(-όντος) τό1) дар; дарование, одарённость;προσόν ευφραδείας — дар красноречия;
2) свойство, качество;έχω τα απαραίτητα προσόντα — иметь все необходимые качества (для чего-л.)
-
3 προσόν
πρόσειμι 1sum: pres part act masc voc sgπρόσειμι 1sum: pres part act neut nom /voc /acc sg -
4 προσόν
[просон] ουσ. о. свойство, качество.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσόν
-
5 προσόν
[просон] ουσ ο свойство, качество. -
6 προσόν
virtueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσόν
-
7 vasıf
προσόν, προτέρημα, ποιότητα -
8 προσειμι
I[εἰμί] (inf. προσεῖναι, impf. προσῆν, fut. προσέσομαι)1) быть прибавленным, добавлятьсяπροσέσται (τοῖς λόγοις) τι καὴ τῆς ἐμῆς ὄφιος Her. — к рассказам (египетских жрецов) присоединится и кое-что из моих собственных наблюдений
2) быть сопряженным, быть свойственным, относитьсяοὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν Eur. — не одни лишь невзгоды сопряжены со старостью;
τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι Xen. — с насилием связана ненависть3) быть в наличии, присутствовать, существоватьγνώμη εἴ τις κἀπ΄ ἐμοῦ πρόσεστι Soph. — если есть и во мне хоть капля разума;
ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Soph. — чтобы остаться неузнанным;τύχη μόνον προσείη Arph. — пусть только счастье (нам) сопутствует;τῷ προσιόντι (от προσιέναι) προσεῖναι Hes. — быть в готовности перед нападающим;ὃ προσὸν ἢ μέ προσὸν μηδὲν ποιεῖ ἐπίδηλον Arst. — то, присутствие или отсутствие чего не замечается4) быть собственностью, принадлежатьἢν δέ τι προσεργασώμεθα, καὴ ταῦτα προσέσται Xen. — если же мы еще кое-что заработаем, и это будет наше;
τὰ προσόντα τινί Dem. чья-л. — собственность5) быть в излишкеτὸ προσόν Dem. — излишек, остаток
II[εἶμι] (inf. προσιέναι, impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι, imper. πρόσιθι)1) подходить, подступать, приближаться(σιγῇ Xen.; δῶμα Aesch. и δόμους Eur.)
πρόσιθι Eur. — подойди;π. τινί, εἴς и πρός τινα Her., Trag., Plat. — подходить, приходить, приближаться или обращаться к кому-л.;τὸ π. καὴ ἀπιέναι Arst. — приход и уход2) выступать с речью(π. πρὸς δῆμον или π. τῷ δήμῳ Xen.)
3) ( о времени) приближаться, наступать(ἐπεὰν προσίῃ ὅ τεταγμένος χρόνος Her.)
ἐπεὴ δὲ ἑσπέρα προσῄει Xen. — когда наступил вечер4) наступать, нападать(τῇ πόλει, πρός и ἐπί τινα Xen.)
5) приступать, принимать участиеπ. πρὸς τέν πολιτείαν Aeschin. и π. τῇ πολιτείᾳ Plut. — принимать участие в государственных делах
6) присоединяться, примыкать(τινί Thuc.)
7) ( о доходах) поступатьτὰ προσιόντα (χρήματα) Arph. — поступления, доходы;
προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων ἄνευ τῇς ἄλλης προσόδου Thuc. — так как (ежегодно) поступало шестьсот талантов, не считая других доходов -
9 качество
(свойство) η ποιότητ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качество
-
10 привилегия
το προνόμιο, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προσόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привилегия
-
11 дар
дарм1. (подарок) τό δῶρο[ν], ἡ δωρεά·2. (способность) τό χάρισμα, τό ταλέντο, τό τάλαντο[ν], τό προσόν:природный \дар τό φυσικό χάρισμα· \дар слова τό χάρισμα τοῦ λόγου· ◊ святые \дарώ церк. τά ἄχραντα μυστήρια. -
12 даровитость
дарови́т||остьж τό ταλέντο, τό τάλαντο, τό προσόν. -
13 достоинство
досто́инств||ос1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:\достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων. -
14 asset
['æset](anything useful or valuable; an advantage: He is a great asset to the school.) προσόν, πλεονέκτημα- assets -
15 attraction
[-ʃən]1) (the act or power of attracting: magnetic attraction.) έλξη2) (something that attracts: The attractions of the hotel include a golf-course.) θλεγητρο, προσόν, `ατραξιόν` -
16 merit
['merit] 1. noun1) (the quality of worth, excellence or praiseworthiness: He reached his present position through merit.) αξία,προσόν2) (a good point or quality: His speech had at least the merit of being short.) πλεονέκτημα2. verb(to deserve as reward or punishment: Your case merits careful consideration.) αξίζω -
17 qualification
[-fi-]1) ((the act of gaining) a skill, achievement etc (eg an examination pass) that makes (a person) able or suitable to do a job etc: What qualifications do you need for this job?) τυπικό προσόν2) (something that gives a person the right to do something.) ικανότητα, εφόδιο3) (a limitation to something one has said or written: I think this is an excellent piece of work - with certain qualifications.) επιφύλαξη, περιορισμός -
18 привилегия
-и θ.προνόμιο•сословные -и προνόμια κοινωνικών στρωμάτων.
|| πλεονέκτημα• προτέρημα• προσόν. -
19 διασκεδάννυμι
A , Ar.V. 229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds,δούρατα Od.5.370
; ; l. c.; ;διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58
; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς)πανταχῇ Th.1.54
: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—[voice] Pass., Eus.Mynd.63.2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—[voice] Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38;δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57
(but also of an enemy, scatter, 8.68.β).4 in [voice] Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκεδάννυμι
-
20 νέφος
A cloud, mass of clouds, Il.4.275, al.; ;ν. ὄμβριον Ar.Nu. 288
(lyr.);ν. καὶ ὁμίχλη Pl.Ti. 49c
;τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. D.18.188
.2 metaph. (cf.νεφέλη 1.2
),θανάτου δὲ μέλαν ν. ἀμφεκάλυψεν Il.16.350
, cf. Od.4.180, B.12.64;λάθας ν. Pi.O.7.45
; σκότου ν., of blindness, S.OT 1314 (lyr.); ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν, E.Med. 107 (anap.), HF 1140; ὀφρύων ν. a cloud upon the brow, Id.Hipp. 172 (anap.);ὑπὸ τοῦ μετώπου οἷον ν. ἐπανεστηκός Arist.Phgn. 809b22
;διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr.58
.II metaph., also, a cloud of men, etc., ν. πεζῶν, Τρώων, Il.4.274, 16.66; ψαρῶν, κολοιῶν, 17.755;ν. τοσοῦτον ἀνθρώπων Hdt.8.109
; πενεστάων ν. Timo 39;μαρτύρων Ep.Hebr.12.1
; πολέμοιο ν. the cloud of battle, thick of the fight, Il.17.243, cf.Ar. Pax 1090: applied by Pi.N.10.9 to a single hero: used by Prose writers for poet. νεφέλη (q. v.). (Cf. Skt. nábhas 'fog', 'cloud', Slav. nebo 'heaven', Lat. nebula.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσόν — το όντος 1. πλεονέκτημα, προτέρημα, χάρισμα, ικανότητα: Έχει το προσόν της σεμνότητας. 2. απαραίτητο εφόδιο για κάτι: Για την κατάληψη δημόσιας θέσης χρειάζονται ορισμένα προσόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσόν — το, Ν 1. ό,τι υπάρχει επί πλέον σε κάποιον και, ιδίως, εξαιρετική ιδιότητα ή ικανότητα, προτέρημα, πλεονέκτημα 2. απαραίτητο εφόδιο για να γίνει ή να πράξει κανείς κάτι, καθώς και το σχετικό επίσημο τεκμήριο, όπως λ.χ. δίπλωμα, πτυχίο,… … Dictionary of Greek
προσόν — πρόσειμι 1 sum pres part act masc voc sg πρόσειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek
έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό … Dictionary of Greek
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
επιδεικνύω — (AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω) 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια τού εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν») 2. εμφανίζω και… … Dictionary of Greek
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek