Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προστυχεῖς

См. также в других словарях:

  • προστυχεῖς — προστυχής engaged in masc/fem acc pl προστυχής engaged in masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστυχής — ές, Α 1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.) 2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» τόν συναντά κάποιος τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀ τυχής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»