-
1 προστυχείς
προστυχήςengaged in: masc /fem acc plπροστυχήςengaged in: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 προστυχεῖς
προστυχήςengaged in: masc /fem acc plπροστυχήςengaged in: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
προστυχεῖς — προστυχής engaged in masc/fem acc pl προστυχής engaged in masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχής — ές, Α 1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.) 2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» τόν συναντά κάποιος τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀ τυχής] … Dictionary of Greek