-
1 προστίθεμαι
προστίθημιput to: pres ind mp 1st sg -
2 προστίθεμαι
med. присоединяю к себе; присоединяюсь, примыкаю (τινί к кому) -
3 προστίθεμαι
additionner -
4 προστίθεμαι
accrueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προστίθεμαι
-
5 вливаться
вливать||ся1. χύνομαι·2. перен (включаться) ἐνσωματώνομαι, προστίθεμαι. -
6 наслаиваться
наслаиватьсянесов1. σχηματίζω στρώματα (βμετ.)·2. перен προστίθεμαι. -
7 прибавлятьться
прибавлять||тьсяπροσθέτομαι, προστίθεμαι / αὐξάνομαι, μεγαλώνω (увеличиваться):ко всему́ прибавилось еще и это κοντά στ' ἄλλα προστέθηκε τώρα κι αὐτό· день \прибавлятьтьсяется ἡ μέρα μεγαλώνει· вода́ \прибавлятьтьсяется τό νερό ἀνεβαίνει (или ὑψώνεται). -
8 προστίθημι
прибавляю
- προστίθεμαι -
9 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
-
10 добавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•-ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•
сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.
|| λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•
мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.
προστίθεμαι•-лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).
-
11 надвязывать
-
12 прибавить
-влго -вишь ρ.σ.μ.1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•
прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.
2. αυξαινω, ανεβάζω•-зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•
прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.
3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.
4. αμ. προσθέτω, λέγω•не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.
5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.
προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.•день -лся η μέρα μεγάλωσε•
он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•
вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•
к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.
-
13 привходить
-ходит, μτχ. ενστ. -дящийρ.δ. συμπληρώνω προστίθεμαι, συνενώνομαι. -
14 пристегнуть
ρ.σ.μ.1. κουμπώνω.2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.
1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.2. ενώνομαι• προστίθεμαι. -
15 πρόσθεσις
πρόσ-θεσις, εως ([dialect] Dor. [full] ποτίθεσις SIG569.25 (Halasarna, iii B.C.)), ἡ, ([etym.] προστίθημι)A application,ναρθήκων Hp.Fract.6
; of pessaries, Id.Mul.1.11 (pl.), Nat.Mul.11; of ladders, π. [κλίμακος] Th.4.135, cf. Plb.5.60.7; of the cupping-instrument, Arist.Rh. 1405b3; κόμης προσθέσεις the use of false hair, Philostr.Ep.22: metaph., Phld.Sign. 26.II administration of food, nourishment, Hp.Aph. 1.19 (pl.), Gal.Nat.Fac.1.11, 17(2).364.III addition,διὰ τὴν π. τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ Pl.Phd. 97a
, cf. 101b, 101c;αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν Arist.GC 333b1
, cf. Ph. 245a27; opp. ἀφαίρεσις, ib. 190b6, Hp.Acut.38; so in arithmetical sense, ἀριθμεῖσθαι κατὰ π. Arist. Metaph. 1081b14, cf. 1092b31.2 in the Logic of Aristotle, addition of marks (such as properties, accidents, and the like ) to determine a general term, Int. 21b27, Metaph. 1029b30; ἀκρατὴς κατὰ πρόσθεσιν with a difference, opp. ἁπλῶς, Arist.EN 1148a10; ὁ ἐκ προσθέσεως λόγος, opp. ὁ ἐξ ἀφαιρέσεως, Id.Metaph. 1030b15; hence ἐκ προσθέσεως, of mixed, opp. ἐξ ἀφαιρέσεως, of pure sciences, Id.Cael. 299a17; ἡ ἐξ ἐλαττόνων [ἐπιστήμη], opp. ἡ ἐκ π., of arithmetic opp. geometry, Id.APo. 87a34, cf.Metaph. 982a27.VI π. τοῦ ἡλίου increase of the sun's heat, i.e. spring, PMag.Leid.W.9.48.VII in Music, pause of two time-units, Aristid.Quint.1.18.VIII ([etym.] προστίθεμαι) assent, Arr.Epict.1.4.11;ψεύδεσι Stoic.3.147
.2 aid, succour,π. τοῦ θεοῦ Polyaen.2.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθεσις
-
16 additionner
1) προστίθεμαι2) προσθέτω -
17 accrue
1) προκύπτω2) προστίθεμαι
См. также в других словарях:
προστίθεμαι — προστίθεμαι, προστέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προστίθεμαι — ΝΜΑ βλ. προστίθημι … Dictionary of Greek
προστίθεμαι — προστίθημι put to pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… … Dictionary of Greek
συμπροσγίγνομαι — και δωρ. τ. συμποτιγίγνομαι και θεσσαλ. τ. συμπογγίγνομαι Α 1. προστίθεμαι σε κάτι, συνάπτομαι με κάτι 2. προστίθεμαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προσγίγνομαι «προστίθεμαι»] … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
προσανοικοδομούμαι — έομαι, Α [ἀνοικοδομοῡμαι] 1. οικοδομούμαι επιπροσθέτως ή προστίθεμαι κάπου ως οικοδόμημα ή ως πρόδομος 2. μτφ. προστίθεμαι κάπου ως αντιστάθμισμα («ἐλεημοσύνη γὰρ πατρὸς οὐκ ἐπιλησθήσεται καὶ ἀντὶ ἁμαρτιῶν προσανοικοδομηθήσεταί σοι», ΠΔ) … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia